(ένα μικρό απόσπασμα…)
Δυο μέρες μετά, Πέμπτη 21 του Ιούλη, ημέρα μνήμης για την οικογένεια, και πάλι η Αυγή έμεινε στο σπίτι. Αυτή τη φορά με την ξαδέρφη της την Άννα, που ήρθε να της κάνει παρέα και να τη βοηθήσει να προσέχουν μαζί τα δυο μικρότερα κορίτσια και τα δίδυμα.
Όλοι οι άλλοι, ακόμα κι η γιαγιά Χρυσαυγή, αλλά κι οι γονείς των διδύμων, είχαν φύγει απ’ το πρωί για το κοιμητήριο της Βέροιας. Για να παραβρεθούν στο ετήσιο τρισάγιο του θείου Παρασκευά, που χάθηκε πρόωρα. Γιατρός ο πρώτος άντρας της Βέτας, με όνειρα και εθελοντική προσφορά για ένα καλύτερο κόσμο, δεν πρόλαβε να χαρεί. Χτυπήθηκε πισώπλατα από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή στο Σεράγεβο, όταν πήγε στην περιοχή να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους άμαχους. Ξεψύχησε ένα μήνα αργότερα. Κι έμεινε η Βέτα με δυο παιδιά ορφανά από πατέρα, τον Πάρη, οχτώ ετών τότε, και την Άρτεμη, τεσσάρων.
- Πάμε μια βόλτα με τα σκυλάκια! ζήτησαν αυτή τη φορά τα δίδυμα, όταν έμειναν μόνοι.
- Ελάτε να πάμε! παρακάλεσαν κι οι δεκάχρονες, η Δανάη με τη Νατάσσα.
Και η Αυγή με την Άννα δεν τους χάλασαν το χατίρι. Έδεσαν το Δύστρο και την Ίρμα –έτσι είχαν βαφτίσει τη θηλυκιά– με τις αλυσίδες τους και με τα κουτάβια να τους ακολουθούν, περπάτησαν μέχρι έξω απ’ το χωριό, στα πρώτα χωράφια με τις ροδακινιές.
Και τώρα στο δρόμο της επιστροφής ήταν.
Εκτός από τα τζιτζίκια και κάποια τρακτέρ που περνούσαν που και που από δίπλα τους δεν άκουγαν τίποτε άλλο. Αλλά δεν έδωσαν σημασία. Ήξεραν απ’ τον παππού της Αυγής πως την ώρα αυτή οι περισσότεροι χωρικοί βρίσκονταν στα χωράφια τους.
Τα κουτάβια στο μεταξύ έδιναν παράσταση στο δρόμο με τα δίδυμα. Πηδούσαν πάνω τους, κυλιόντουσαν χάμω, κυνηγιόνταν, έτρεχαν… και συχνά έμεναν πίσω. Ο Δύστρος κι η Ίρμα δεν ανησυχούσαν, προχωρούσαν μπροστά με καμάρι. Από κοντά η Δανάη με τη Νατάσσα, κρατούσαν τις αλυσίδες τους. Κι η Αυγή με την Άννα δεν είχαν μόνο τα δίδυμα να προσέχουν, αναγκάζονταν να παίρνουν και τα κουτάβια, πότε το ένα και πότε το άλλο, στην αγκαλιά τους.
Ένα τετράγωνο τους χώριζε απ’ το σπίτι του παππού, όταν ξαφνικά άκουσαν την καμπάνα της εκκλησιάς να χτυπά ασυνήθιστα γρήγορα, σαν να ειδοποιούσε τον κόσμο για κάτι κακό.
Τα δυο κορίτσια στην αρχή δεν κατάλαβαν. Η μια γεννημένη στη Θεσσαλονίκη και η άλλη μετανάστρια στη Νέα Ζηλανδία, δεν ήταν συνηθισμένες σε τέτοιου είδους συναγερμούς. Μόλις όμως πλησίασαν περισσότερο… Όλη η γειτονιά στο πόδι –όσοι τέλος πάντων δεν είχαν πάει στα χωράφια τους. Κι άλλοι που ήρθαν αλαφιασμένοι απ’ τις γύρω γειτονιές.
Οι γείτονες, άνδρες και γυναίκες, με κουβάδες στα χέρια, έτρεχαν αναστατωμένοι προς το σπίτι του Κωνσταντή. Κι άδειαζαν με ορμή τους κουβάδες στους τοίχους. Μαύρος καπνός έβγαινε απ’ τα παράθυρα.
- Όχι, Θεέ μου! λύθηκαν τα γόνατά τους.
Τα δίδυμα είδαν τη Δανάη που έβαλε τα κλάματα και έκλαψαν κι αυτά. Η Νατάσσα τα έχασε. Δεν ήξερε ποιον να ηρεμήσει πρώτο η Άννα.
Οι φλόγες έκαιγαν το δωμάτιο με τα κειμήλια.
- Ας έρθει κάποιος ακόμα εδώ! φώναξε ένας άντρας που βρισκόταν ήδη μέσα στο σπίτι κι έριχνε νερό με μια μάνικα.
Πανικόβλητη η Αυγή όρμησε να τον βοηθήσει. Ευτυχώς, χάρη στη δική του υπερπροσπάθεια και στην άμεση επέμβαση των γειτόνων, η φωτιά δεν επεκτάθηκε περισσότερο.
Στη στιγμή ο καπνός τρύπωσε αποπνικτικός στα ρουθούνια της. Φοβήθηκε η Αυγή μη λιποθυμήσει. Τα μάτια της έτσουξαν. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Η κούκλα με τη ρουμλουκιώτικη φορεσιά σιγόκαιγε ακόμα. Δίχως να υπολογίσει τον κίνδυνο, άρπαξε ένα σεντόνι που βρήκε εκεί δίπλα κι όρμησε να σώσει ό,τι μπορούσε από αυτήν.
- Πρόσεχε! της φώναξε τότε ο άνδρας με τη μάνικα.
Αλλά η Αυγή δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κάποιο μπακιρένιο αντικείμενο απ’ το ράφι το πλαϊνό έπεσε πάνω της κι όλα μεμιάς στριφογύρισαν. Έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Στο μεταξύ το κακό είχε μαθευτεί μέχρι έξω απ’ το χωριό.
- Καίγεται το σπίτι του Κωνσταντή, έλεγαν οι συγχωριανοί του ο ένας στον άλλον κι έρχονταν να βοηθήσουν.
Ένας απ’ αυτούς του έστειλε μήνυμα στο κινητό.
Μια ώρα αργότερα στην αγκαλιά της μάνας της βρισκόταν η Αυγή. Παραμιλούσε: «Βοήθεια, το σπίτι… Άννα, καίγεται το σπίτι… Το νυφικό της γιαγιάς μου!» Το μέτωπό της ζεστό. Μούσκεμα ήταν απ’ τον ιδρώτα. Η Ναταλία της έβαζε κομπρέσες. Και δεν την άφηνε από τα χέρια της.
Πιο κει η γιαγιά Χρυσαυγή δυσκολευόταν να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Κοιτούσε το μισοκαμένο δωμάτιο και δε σάλευε. Βαριανάσαινε. Τα μάτια της υγρά. Ήταν υπερτασική και της είχαν δώσει υπογλώσσιο. Η Βέτα της έτριβε τα χέρια.
Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο βαριά. Σοβάδες κι αποκαΐδια παντού. Κάποια αντικείμενα κάπνιζαν ακόμα. Οι τοίχοι, το ταβάνι χρειάζονταν γενική επισκευή. Όλα ήταν μούσκεμα απ’ το νερό.
Ο παππούς Κωνσταντής προσπαθούσε να μείνει ψύχραιμος. Μαζί με τον Ίωνα, το θείο Ερμή και τον κύριο Μίλτο, που στο μεταξύ είχε έρθει κι αυτός να βοηθήσει, με μαντήλια στο πρόσωπο, έβγαζαν έξω στην αυλή όσα αντικείμενα δεν είχαν καεί. Το σεντούκι μ’ όλα τα πράγματα που είχε μέσα, το καψαλισμένο γραφείο της Χρυσαυγής με το Laptop και τα εξαρτήματά του, την ανέμη, τα μπακιρένια σκεύη τα κατάμαυρα.
Ο Πάρης κατέγραψε όσα είχαν καεί ολοσχερώς. Και δεν ήταν λίγα. Καρβουνιασμένος ο αργαλειός, στάχτη και κάρβουνο το τσικρίκι, λαμπαδιασμένες οι κουρτίνες στα παράθυρα, μισοκαμένο το ράφι για τα μπακίρια, καμένη κι η ρουμλουκιώτικη φορεσιά με το κατσούλι.
Η Αυγή άνοιξε τα μάτια. Της χάιδευε το πρόσωπο η Ναταλία.
- Πού βρίσκομαι; δάκρυσε κι αμέσως συνήλθε. Κοίταξε το πρόσωπο της μάνας της και ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν έπρεπε να φύγουμε! Μια βόλτα βγάλαμε τα σκυλάκια και κοίτα τι έγινε! Κάηκε το δωμάτιο! Εγώ φταίω…
- Τι είναι αυτά που λες, κόρη μου; πετάχτηκε η γιαγιά της που στο μεταξύ είχε σηκωθεί –το υπογλώσσιο ήταν αποτελεσματικό– κι έστεκε πλάι της. Στον καθένα μας μπορούσε να συμβεί αυτό. Δε λες καλύτερα που φύγατε και δεν πάθατε τίποτα.
- Αν ήμασταν σπίτι, δε θα έπιανε φωτιά…
- Κύριε Κωνσταντή, ελάτε να δείτε! φώναξε πάνω στην ώρα η Άννα. Το παράθυρο της κουζίνας είναι ανοιχτό και το τζάμι σπασμένο.
Η Αυγή σηκώθηκε και πάει να δει.
Στην κουζίνα τα ίχνη ολοφάνερα. Ανοιχτό το παράθυρο, σπασμένα γυαλιά στον μπάγκο κι άλλα πεσμένα στο πάτωμα…
- Πατημασιές δεν είναι αυτές εδώ; έδειξε η Άννα στο περβάζι του παραθύρου και στο εξωτερικό μέρος του νεροχύτη.
- Κάποιος έχει μπει στο σπίτι! συμπέρανε ο κύριος Μίλτος.
- Τι θέλεις να πεις; τον άρπαξε από το πέτο ο παππούς Κωνσταντής, αρνούμενος να δεχτεί τη συνέχεια.
- Ότι η φωτιά μπήκε από χέρι ανθρώπου –η φωνή του διδάκτορα ήρεμη.
- Ίσως μ’ αυτόν εδώ το Zippo, έδειξε τον αναπτήρα ο Πάρης. Προηγουμένως τον βρήκα που έκανα την καταγραφή, δίπλα στην καμένη φορεσιά.
- Ποιος; Γιατί; Ο Κωνσταντής κέρωσε. Τα χέρια του χαλάρωσαν κι έπεσαν.
Οι άλλοι σήκωσαν τους ώμους. Κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλον και δεν πήγαινε σε κανέναν ο νους τους. «Ποιος να θέλει να κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό;» αναρωτιούνταν. «Και γιατί;»
- Όχι, δεν μπορεί να είναι εμπρησμός! Με όλους έχουμε μια ζεστή καλημέρα, αρνήθηκε ο Κωνσταντής να το παραδεχτεί. Όλα τα στοιχεία όμως αποδείκνυαν εντελώς το αντίθετο.
- Τότε πώς; Στο δωμάτιο δεν υπήρχαν εύφλεκτα υλικά –η φωνή της γιαγιάς.
Κι αμέσως μια δεύτερη στα αφτιά της Αυγής: «Μη νομίζεις ότι τελειώσαμε εμείς οι δυο…» και «Αυτό που έκανες θα μου το πληρώσεις! Θα μου το πληρώσεις…» Οι απειλές του Φοίβου. Κι η εγγονή πετάχτηκε, σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
- Είναι, παππού! είπε κι αυτή τη φορά το πήρε απόφαση, θα τα αποκάλυπτε όλα. Γιατί δεν πήγαινε άλλο. Δυο παρενοχλήσεις, άλλες τόσες απειλές. Και τώρα η φωτιά στο δωμάτιο… Όχι, δεν έκανε λάθος!
- Πώς το λες αυτό, κόρη μου;
- Το λέω, γιατί ξέρω ποιος την έβαλε…
Οι άλλοι γύρισαν και την κοίταξαν, αλλά δεν κατάλαβαν.
- Και την έβαλε εξαιτίας μου. Για να με εκδικηθεί!
- Ποιος;
- Από την πρώτη μέρα κόλλησε πάνω μου, σαν τσιμπούρι. Κι όταν αρνήθηκα να πάω μαζί του για καφέ, άρχισε τις απειλές. Με το έτσι θέλω μ’ άρπαξε προχθές και με φίλησε στα χείλη, μονορούφι τα είπε η Αυγή και τον κύριο Μίλτο κοίταξε.
- Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός; την ταρακούνησε η μαμά της.
Τώρα πια δεν την έπαιρνε να κάνει πίσω. Αν και ντρεπόταν, όλα τα είπε. Για το Φοίβο, τη συμπεριφορά του απέναντί της, τις απειλές του… Κι ακόμα για το Χρήστο, τη σχέση τους που πήγαινε να δημιουργηθεί, την τελευταία τους συνάντηση με τον αδερφό του διδάκτορα.
- Αυτός το έκανε, κατέληξε η Αυγή με φωνή που έτρεμε κι είχε κατεβασμένο το κεφάλι της.
- Είσαι σίγουρη, κόρη μου; δυσκολεύτηκε να το πιστέψει η γιαγιά της. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά! Καταλαβαίνεις τι λες;
- Τον είδες με τα μάτια σου; –η απορία του παππού της εύλογη.
- Όχι, μα είδα το βλέμμα του, όταν με απειλούσε. Το στόμα του που άφριζε κι έσταζε χολή. Ναι, είμαι σίγουρη και καταλαβαίνω πολύ καλά τι λέω. Δε φοβάμαι να το πω. Αυτός έβαλε τη φωτιά! ίσια στα μάτια τούς κοίταξε πάλι.
Αλλά ο κύριος Μίλτος δεν ήταν πια εκεί. Τα λόγια της Αυγής, οι καταγγελία της εναντίον του αδερφού του, σεισμός κάτω από τα πόδια του. Όχι, δεν το έβαλε στα πόδια, μα ούτε σκόπευε να το αφήσει έτσι. Τον αδερφό του πήγε να βρει. Να τον κοιτάξει στα μάτια ήθελε. Και να τον ακούσει να του λέει ο ίδιος πως δεν είναι αλήθεια…
- Μίλτο! έτρεξε ξοπίσω του ο παππούς Κωνσταντής. Μάταια όμως, ο συνεργάτης τους βρισκόταν κιόλας μακριά.
Δυο μέρες μετά, Πέμπτη 21 του Ιούλη, ημέρα μνήμης για την οικογένεια, και πάλι η Αυγή έμεινε στο σπίτι. Αυτή τη φορά με την ξαδέρφη της την Άννα, που ήρθε να της κάνει παρέα και να τη βοηθήσει να προσέχουν μαζί τα δυο μικρότερα κορίτσια και τα δίδυμα.
Όλοι οι άλλοι, ακόμα κι η γιαγιά Χρυσαυγή, αλλά κι οι γονείς των διδύμων, είχαν φύγει απ’ το πρωί για το κοιμητήριο της Βέροιας. Για να παραβρεθούν στο ετήσιο τρισάγιο του θείου Παρασκευά, που χάθηκε πρόωρα. Γιατρός ο πρώτος άντρας της Βέτας, με όνειρα και εθελοντική προσφορά για ένα καλύτερο κόσμο, δεν πρόλαβε να χαρεί. Χτυπήθηκε πισώπλατα από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή στο Σεράγεβο, όταν πήγε στην περιοχή να προσφέρει τις υπηρεσίες του στους άμαχους. Ξεψύχησε ένα μήνα αργότερα. Κι έμεινε η Βέτα με δυο παιδιά ορφανά από πατέρα, τον Πάρη, οχτώ ετών τότε, και την Άρτεμη, τεσσάρων.
- Πάμε μια βόλτα με τα σκυλάκια! ζήτησαν αυτή τη φορά τα δίδυμα, όταν έμειναν μόνοι.
- Ελάτε να πάμε! παρακάλεσαν κι οι δεκάχρονες, η Δανάη με τη Νατάσσα.
Και η Αυγή με την Άννα δεν τους χάλασαν το χατίρι. Έδεσαν το Δύστρο και την Ίρμα –έτσι είχαν βαφτίσει τη θηλυκιά– με τις αλυσίδες τους και με τα κουτάβια να τους ακολουθούν, περπάτησαν μέχρι έξω απ’ το χωριό, στα πρώτα χωράφια με τις ροδακινιές.
Και τώρα στο δρόμο της επιστροφής ήταν.
Εκτός από τα τζιτζίκια και κάποια τρακτέρ που περνούσαν που και που από δίπλα τους δεν άκουγαν τίποτε άλλο. Αλλά δεν έδωσαν σημασία. Ήξεραν απ’ τον παππού της Αυγής πως την ώρα αυτή οι περισσότεροι χωρικοί βρίσκονταν στα χωράφια τους.
Τα κουτάβια στο μεταξύ έδιναν παράσταση στο δρόμο με τα δίδυμα. Πηδούσαν πάνω τους, κυλιόντουσαν χάμω, κυνηγιόνταν, έτρεχαν… και συχνά έμεναν πίσω. Ο Δύστρος κι η Ίρμα δεν ανησυχούσαν, προχωρούσαν μπροστά με καμάρι. Από κοντά η Δανάη με τη Νατάσσα, κρατούσαν τις αλυσίδες τους. Κι η Αυγή με την Άννα δεν είχαν μόνο τα δίδυμα να προσέχουν, αναγκάζονταν να παίρνουν και τα κουτάβια, πότε το ένα και πότε το άλλο, στην αγκαλιά τους.
Ένα τετράγωνο τους χώριζε απ’ το σπίτι του παππού, όταν ξαφνικά άκουσαν την καμπάνα της εκκλησιάς να χτυπά ασυνήθιστα γρήγορα, σαν να ειδοποιούσε τον κόσμο για κάτι κακό.
Τα δυο κορίτσια στην αρχή δεν κατάλαβαν. Η μια γεννημένη στη Θεσσαλονίκη και η άλλη μετανάστρια στη Νέα Ζηλανδία, δεν ήταν συνηθισμένες σε τέτοιου είδους συναγερμούς. Μόλις όμως πλησίασαν περισσότερο… Όλη η γειτονιά στο πόδι –όσοι τέλος πάντων δεν είχαν πάει στα χωράφια τους. Κι άλλοι που ήρθαν αλαφιασμένοι απ’ τις γύρω γειτονιές.
Οι γείτονες, άνδρες και γυναίκες, με κουβάδες στα χέρια, έτρεχαν αναστατωμένοι προς το σπίτι του Κωνσταντή. Κι άδειαζαν με ορμή τους κουβάδες στους τοίχους. Μαύρος καπνός έβγαινε απ’ τα παράθυρα.
- Όχι, Θεέ μου! λύθηκαν τα γόνατά τους.
Τα δίδυμα είδαν τη Δανάη που έβαλε τα κλάματα και έκλαψαν κι αυτά. Η Νατάσσα τα έχασε. Δεν ήξερε ποιον να ηρεμήσει πρώτο η Άννα.
Οι φλόγες έκαιγαν το δωμάτιο με τα κειμήλια.
- Ας έρθει κάποιος ακόμα εδώ! φώναξε ένας άντρας που βρισκόταν ήδη μέσα στο σπίτι κι έριχνε νερό με μια μάνικα.
Πανικόβλητη η Αυγή όρμησε να τον βοηθήσει. Ευτυχώς, χάρη στη δική του υπερπροσπάθεια και στην άμεση επέμβαση των γειτόνων, η φωτιά δεν επεκτάθηκε περισσότερο.
Στη στιγμή ο καπνός τρύπωσε αποπνικτικός στα ρουθούνια της. Φοβήθηκε η Αυγή μη λιποθυμήσει. Τα μάτια της έτσουξαν. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Η κούκλα με τη ρουμλουκιώτικη φορεσιά σιγόκαιγε ακόμα. Δίχως να υπολογίσει τον κίνδυνο, άρπαξε ένα σεντόνι που βρήκε εκεί δίπλα κι όρμησε να σώσει ό,τι μπορούσε από αυτήν.
- Πρόσεχε! της φώναξε τότε ο άνδρας με τη μάνικα.
Αλλά η Αυγή δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Κάποιο μπακιρένιο αντικείμενο απ’ το ράφι το πλαϊνό έπεσε πάνω της κι όλα μεμιάς στριφογύρισαν. Έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Στο μεταξύ το κακό είχε μαθευτεί μέχρι έξω απ’ το χωριό.
- Καίγεται το σπίτι του Κωνσταντή, έλεγαν οι συγχωριανοί του ο ένας στον άλλον κι έρχονταν να βοηθήσουν.
Ένας απ’ αυτούς του έστειλε μήνυμα στο κινητό.
Μια ώρα αργότερα στην αγκαλιά της μάνας της βρισκόταν η Αυγή. Παραμιλούσε: «Βοήθεια, το σπίτι… Άννα, καίγεται το σπίτι… Το νυφικό της γιαγιάς μου!» Το μέτωπό της ζεστό. Μούσκεμα ήταν απ’ τον ιδρώτα. Η Ναταλία της έβαζε κομπρέσες. Και δεν την άφηνε από τα χέρια της.
Πιο κει η γιαγιά Χρυσαυγή δυσκολευόταν να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Κοιτούσε το μισοκαμένο δωμάτιο και δε σάλευε. Βαριανάσαινε. Τα μάτια της υγρά. Ήταν υπερτασική και της είχαν δώσει υπογλώσσιο. Η Βέτα της έτριβε τα χέρια.
Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο βαριά. Σοβάδες κι αποκαΐδια παντού. Κάποια αντικείμενα κάπνιζαν ακόμα. Οι τοίχοι, το ταβάνι χρειάζονταν γενική επισκευή. Όλα ήταν μούσκεμα απ’ το νερό.
Ο παππούς Κωνσταντής προσπαθούσε να μείνει ψύχραιμος. Μαζί με τον Ίωνα, το θείο Ερμή και τον κύριο Μίλτο, που στο μεταξύ είχε έρθει κι αυτός να βοηθήσει, με μαντήλια στο πρόσωπο, έβγαζαν έξω στην αυλή όσα αντικείμενα δεν είχαν καεί. Το σεντούκι μ’ όλα τα πράγματα που είχε μέσα, το καψαλισμένο γραφείο της Χρυσαυγής με το Laptop και τα εξαρτήματά του, την ανέμη, τα μπακιρένια σκεύη τα κατάμαυρα.
Ο Πάρης κατέγραψε όσα είχαν καεί ολοσχερώς. Και δεν ήταν λίγα. Καρβουνιασμένος ο αργαλειός, στάχτη και κάρβουνο το τσικρίκι, λαμπαδιασμένες οι κουρτίνες στα παράθυρα, μισοκαμένο το ράφι για τα μπακίρια, καμένη κι η ρουμλουκιώτικη φορεσιά με το κατσούλι.
Η Αυγή άνοιξε τα μάτια. Της χάιδευε το πρόσωπο η Ναταλία.
- Πού βρίσκομαι; δάκρυσε κι αμέσως συνήλθε. Κοίταξε το πρόσωπο της μάνας της και ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν έπρεπε να φύγουμε! Μια βόλτα βγάλαμε τα σκυλάκια και κοίτα τι έγινε! Κάηκε το δωμάτιο! Εγώ φταίω…
- Τι είναι αυτά που λες, κόρη μου; πετάχτηκε η γιαγιά της που στο μεταξύ είχε σηκωθεί –το υπογλώσσιο ήταν αποτελεσματικό– κι έστεκε πλάι της. Στον καθένα μας μπορούσε να συμβεί αυτό. Δε λες καλύτερα που φύγατε και δεν πάθατε τίποτα.
- Αν ήμασταν σπίτι, δε θα έπιανε φωτιά…
- Κύριε Κωνσταντή, ελάτε να δείτε! φώναξε πάνω στην ώρα η Άννα. Το παράθυρο της κουζίνας είναι ανοιχτό και το τζάμι σπασμένο.
Η Αυγή σηκώθηκε και πάει να δει.
Στην κουζίνα τα ίχνη ολοφάνερα. Ανοιχτό το παράθυρο, σπασμένα γυαλιά στον μπάγκο κι άλλα πεσμένα στο πάτωμα…
- Πατημασιές δεν είναι αυτές εδώ; έδειξε η Άννα στο περβάζι του παραθύρου και στο εξωτερικό μέρος του νεροχύτη.
- Κάποιος έχει μπει στο σπίτι! συμπέρανε ο κύριος Μίλτος.
- Τι θέλεις να πεις; τον άρπαξε από το πέτο ο παππούς Κωνσταντής, αρνούμενος να δεχτεί τη συνέχεια.
- Ότι η φωτιά μπήκε από χέρι ανθρώπου –η φωνή του διδάκτορα ήρεμη.
- Ίσως μ’ αυτόν εδώ το Zippo, έδειξε τον αναπτήρα ο Πάρης. Προηγουμένως τον βρήκα που έκανα την καταγραφή, δίπλα στην καμένη φορεσιά.
- Ποιος; Γιατί; Ο Κωνσταντής κέρωσε. Τα χέρια του χαλάρωσαν κι έπεσαν.
Οι άλλοι σήκωσαν τους ώμους. Κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλον και δεν πήγαινε σε κανέναν ο νους τους. «Ποιος να θέλει να κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό;» αναρωτιούνταν. «Και γιατί;»
- Όχι, δεν μπορεί να είναι εμπρησμός! Με όλους έχουμε μια ζεστή καλημέρα, αρνήθηκε ο Κωνσταντής να το παραδεχτεί. Όλα τα στοιχεία όμως αποδείκνυαν εντελώς το αντίθετο.
- Τότε πώς; Στο δωμάτιο δεν υπήρχαν εύφλεκτα υλικά –η φωνή της γιαγιάς.
Κι αμέσως μια δεύτερη στα αφτιά της Αυγής: «Μη νομίζεις ότι τελειώσαμε εμείς οι δυο…» και «Αυτό που έκανες θα μου το πληρώσεις! Θα μου το πληρώσεις…» Οι απειλές του Φοίβου. Κι η εγγονή πετάχτηκε, σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.
- Είναι, παππού! είπε κι αυτή τη φορά το πήρε απόφαση, θα τα αποκάλυπτε όλα. Γιατί δεν πήγαινε άλλο. Δυο παρενοχλήσεις, άλλες τόσες απειλές. Και τώρα η φωτιά στο δωμάτιο… Όχι, δεν έκανε λάθος!
- Πώς το λες αυτό, κόρη μου;
- Το λέω, γιατί ξέρω ποιος την έβαλε…
Οι άλλοι γύρισαν και την κοίταξαν, αλλά δεν κατάλαβαν.
- Και την έβαλε εξαιτίας μου. Για να με εκδικηθεί!
- Ποιος;
- Από την πρώτη μέρα κόλλησε πάνω μου, σαν τσιμπούρι. Κι όταν αρνήθηκα να πάω μαζί του για καφέ, άρχισε τις απειλές. Με το έτσι θέλω μ’ άρπαξε προχθές και με φίλησε στα χείλη, μονορούφι τα είπε η Αυγή και τον κύριο Μίλτο κοίταξε.
- Ποιος είναι τέλος πάντων αυτός; την ταρακούνησε η μαμά της.
Τώρα πια δεν την έπαιρνε να κάνει πίσω. Αν και ντρεπόταν, όλα τα είπε. Για το Φοίβο, τη συμπεριφορά του απέναντί της, τις απειλές του… Κι ακόμα για το Χρήστο, τη σχέση τους που πήγαινε να δημιουργηθεί, την τελευταία τους συνάντηση με τον αδερφό του διδάκτορα.
- Αυτός το έκανε, κατέληξε η Αυγή με φωνή που έτρεμε κι είχε κατεβασμένο το κεφάλι της.
- Είσαι σίγουρη, κόρη μου; δυσκολεύτηκε να το πιστέψει η γιαγιά της. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά! Καταλαβαίνεις τι λες;
- Τον είδες με τα μάτια σου; –η απορία του παππού της εύλογη.
- Όχι, μα είδα το βλέμμα του, όταν με απειλούσε. Το στόμα του που άφριζε κι έσταζε χολή. Ναι, είμαι σίγουρη και καταλαβαίνω πολύ καλά τι λέω. Δε φοβάμαι να το πω. Αυτός έβαλε τη φωτιά! ίσια στα μάτια τούς κοίταξε πάλι.
Αλλά ο κύριος Μίλτος δεν ήταν πια εκεί. Τα λόγια της Αυγής, οι καταγγελία της εναντίον του αδερφού του, σεισμός κάτω από τα πόδια του. Όχι, δεν το έβαλε στα πόδια, μα ούτε σκόπευε να το αφήσει έτσι. Τον αδερφό του πήγε να βρει. Να τον κοιτάξει στα μάτια ήθελε. Και να τον ακούσει να του λέει ο ίδιος πως δεν είναι αλήθεια…
- Μίλτο! έτρεξε ξοπίσω του ο παππούς Κωνσταντής. Μάταια όμως, ο συνεργάτης τους βρισκόταν κιόλας μακριά.
3 σχόλια:
Καλημέρα. Δε σε γνωρίζω, αλλά ξέρω το έργο σου. Μένω στη λάρισα και είμαι εκπαιδευτικός. Το σχολείο στο οποίο υπηρετώ ήρθε στην εκδήλωση που είχες πριν λίγες μέρες στη Λάρισα. Εκείη την ημέρα εγώ ήμουν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και έτσι δεν μπόρεσα να σε γνωρίσω. τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα. Δεν έχω διαβάσει ακόμα το ΟΣΤΡΑΚΟ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ. Μόλις το διαβάσω θα σου γράψω εντυπώσεις. Γράφω και εγώ βιβλία για παιδιά, εκδίδω στον Ψυχογιό και τώρα περιμένω το πρώτο μου μυθιστόρξμα για ενήλικες με τίτλο ΤΑ ΒΙΟΛΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΔΡΑΣ. Καλή συνέχεια
Κυρία Φώτου καλησπέρα!
Πράγματι, δεν έτυχε να γνωριστούμε, ωστόσο κι εγώ λόγω της θέσης μου στον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου ξέρω το έργο σου. Το παρακολουθώ όσο μπορώ, όπως και πολλών άλλων συγγραφέων για παιδιά και εφήβους.
Χαίρομαι και ευχαριστώ για το σχόλιό σου. Στη Βιβλιοθήκη της Λάρισας, στις 3 του Απρίλη, έζησα μοναδικές στιγμές, η φιλοξενία ήταν πολή ζεστή και η επικοινωνία μου με τα παιδιά των σχολείων εποικοδομητική. Θα χαρώ να διαβάσω σχόλιά σου για το ΟΣΤΡΑΚΟ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ. Εύχομαι με το καλό να βγει το δικό σου ΤΑ ΒΙΟΛΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΔΡΑΣ, και να είναι καλοπερπάτητο.
Καλές γιορτές! ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ!!
Μερκούρης
According to the British tradition, the best man bears the duty of guarding the two wedding rings until the ceremony. pandora bangles The married couple declares their commitment to each other by wearing the ring after the official wedding ceremony.
cheap pandora bangles It is however known to all that the wedding ring is worn on the ring finger, but on which hand, depends on the place where the couple belongs. pandora necklace As for example in western countries it is worn on the left hand, whereas in countries like Russia, Germany, Bulgaria and others it is pandora necklace silver the custom to wear it on the right hand ring finger.
Δημοσίευση σχολίου