Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ του μυθιστορήματος από την κ. ΣΤΕΛΛΑ ΣΑΪΤΗ*

 

«ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ»

Τραπεζούντα 1904. Ο 20ος αι. κάνει τα πρώτα του βήματα. Η πόλη όπως περίτεχνα περιγράφει ο συγγραφέας θυμίζει ένα απέραντο μωσαϊκό χρωμάτων. Έλληνες και Τούρκοι συνυπάρχουν, χαίρονται, γελούν, συζητούν και ζουν. Οι εικόνες καθώς διαβάζουμε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ξεχύνονται σταδιακά και η μία διαδέχεται την άλλη παροτρύνοντας τον αναγνώστη να γίνει μέρος της ιστορίας και έτσι η φαντασία του να τις καλοδέχεται λες και ζει και δρα μέσα σε αυτές. Η πόλη γοητεύει κάθε περαστικό και παρασέρνει μαζί του και εμάς.

Από τις πρώτες κιόλας σειρές γίνονται γνωστοί οι ήρωες του μυθιστορήματος, ο Ευγένιος με την αρχοντική του εμφάνιση γνωστός ως ο μεγαλέμπορος της περιοχής και όχι μόνο, οι υπάλληλοί του και φυσικά η Λεϊλά η αλλιώς η σαλή με την καθαρή ψυχή και την ασκητική ζωή. Η τελευταία πιστή στον Θεό χαρίζει τόσο διασκεδαστικές όσο και συγκινητικές στιγμές ενώ άλλες φορές ο αντισυμβατικός της χαρακτήρας θα γλιτώσει τους ήρωες από πολλά δεινά.

Ο συγγραφέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια σημεία της πόλης όπου οι ντόπιοι Χριστιανοί και μη συνήθιζαν να εμφανίζονται. Κάνει στάσεις στο λιμάνι της Τραπεζούντας, λίγο πιο πάνω στο Μεϊντάν σοκάκ όπου οι μυρωδιές από τα αρωματοπωλεία, τα μανάβικα, τα εστιατόρια, τα σεκερτζίδικα, τα ζαχαροπλαστεία ξεπηδούν από τις σελίδες φτάνοντας στα ρουθούνια του αναγνώστη. Γίνεται συχνή χρήση λέξεων ποντιακής διαλέκτου που μας φέρνει κοντά με τον κόσμο του Πόντου.

Στις επόμενες γραμμές θα μας συστηθεί η οικογένεια Μικροπούλου, η Μάρω η σύζυγος και στήριγμα του Ευγένιου με τα τέσσερα παιδιά τους, τον Κωνσταντίνο, τον Απόστολο, τη 15χρονη τότε Χρυσαυγή και τον Γεωργούλη, τον μεσιέ Συμεών και λίγο παρακάτω οι καλές φίλες της Χρυσαυγής, Πόντιες, Αρμένισσες και Μουσουλμάνες, ο Τζεμάλ Αζμή μπέης ο βαλής ή αλλιώς νομάρχης στο βιλαέτι της Τραπεζούντας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ήρωές του εξυψώνοντας τα χαρακτηριστικά τους βοηθώντας μας έτσι να κατανοήσουμε πλήρως την όψη τους, τη δράση τους, τα πιστεύω τους. Λειτουργούν ως σύμβολα και μας προκαλεί άλλοτε να ταυτιστούμε με αυτούς κι άλλοτε να θυμώσουμε, άλλοτε να θαυμάσουμε κι άλλοτε να αναρωτηθούμε.

Η Χρυσαυγή σύμβολο της νιότης αλλά και της λογικής παρουσιάζεται ως χαρακτήρας δυναμικός που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, ονειρεύεται πως κάποια μέρα θα γίνει δασκάλα και θα διδάσκει με αφοσίωση και αγάπη τους μαθητές της στο Φροντιστήριο της πόλης. Ούτε φανταζόταν τι της επιφύλασσε το μέλλον και πως μια και δυο στιγμές θα ανατρέψουν τα πάντα.

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να μας παρουσιάσει και τις συνήθειες της εποχής, όπως οι μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις που στόχο είχαν να φέρουν κοντά τους μεγαλέμπορους, τους επιφανείς και τους άρχοντες της πόλης και όχι μόνο, καθώς και συνήθειες που ακολουθούσαν συνήθως οι Τούρκοι μουσουλμάνοι της περιοχής όπως το να αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα ευχαρίστησης, ως κτήμα τους. Άλλοτε υπενθυμίζει τα δεινά που υπέστησαν οι κάτοικοι της πόλης με την πανούκλα να τους αποδυναμώνει σωματικά και οικονομικά, με τον χαμό του μητροπολίτη που τόσο λάτρευαν και σέβονταν να τους αποδυναμώνει ψυχικά. Ο αναγνώστης γρήγορα παρατηρεί τη σημασία που δίνει ο συγγραφέας στον χριστιανισμό με αναφορές στο εκκλησάκι του  Αη Γρηγόρη, στον μητροπολίτη, στις καμπάνες και στα πετραχήλια, στα εικονίσματα της Παναγιάς της Σουμελάς μέχρι και τον ναό της Καλής Μητέρας στη Μασσαλία και ταυτόχρονα οι αναφορές στο τζαμί, στον Αλλάχ, στους μιναρέδες και στους οντάδες δίνουν την εικόνα μιας ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών. Οι περιγραφές διακόπτονται συχνά πυκνά από την απρόσμενη κάθε φορά εμφάνιση της Λεϊλά που «ξετρυπώνει από τα χαλάσματα και γίνεται ένα με το φως του ήλιου» καθυστερώντας την πλοκή της ιστορίας με αποτέλεσμα η αγωνία του αναγνώστη να κορυφώνεται.

Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η αναφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής στην ευρύτερη περιοχή. Οι αναφορές στο Φροντιστήριο, στο Γυμνάσιο, οι σπουδές στο εξωτερικό μας φανερώνουν πως η εκπαίδευση και γενικότερα η μόρφωση των παιδιών κρίνονταν απαραίτητες για την εξέλιξή τους και το μέλλον τους τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια.

Επιπλέον, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να κάνει αναδρομές στον χρόνο και ταυτόχρονα εξιστορεί τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε κάθε μία από τις χρονικές περιόδους. Οι Αρμένιοι ήρωές του τον προκαλούν να κάνει μνεία στον φριχτό διωγμό των Αρμενίων και στα δεινά που βίωσαν τον προηγούμενο αιώνα τόσο στην Τραπεζούντα όσο και στις γειτονικές περιοχές. Μας ενημερώνει επίσης για τον Καυκάσιο σιδηρόδρομο, μας θυμίζει τη μυθική Κολχίδα με το χρυσόμαλλο δέρας, το Βατούμ, τη Μαριούπολη που έγινε γνωστή σε όλους, μας περιγράφει την Οδησσό που είναι το μαργαριτάρι της Μαύρης Θάλασσας, το θέατρο όπερας και μπαλέτου.

Έντονα και ευχάριστα συναισθήματα προκαλούν από την άλλη οι περιγραφές ενός αληθινού έρωτα που παρομοιάζεται με την άνοιξη και τα χρώματά της. Ο έρωτας της Χρυσαυγής και του Νικηφόρου, ο οποίος μαθαίνουμε από την περιγραφή της ίδιας της Χρυσαυγής, που πλέον ως γιαγιά διηγείται στην εγγονή της, κορυφώθηκε με το πρώτο τους φιλί, τότε που «οι μοσχοβολιές των ανθών τρύπωναν στα ρουθούνια μας και πετροχελίδονα, τα πρώτα της άνοιξης, κελαηδούσαν τον έρωτά τους». Ένας αληθινός έρωτας που γρήγορα εξελίχθηκε σε αγάπη που έμελλε να συναντήσει εμπόδια και αναποδιές αλλά παρέμενε ζωντανή ακόμα κι όταν όλοι πίστευαν πως είχε σβήσει. Ένα ταξίδι πέρα στη Μαύρη Θάλασσα, η μακροχρόνια και απρόσμενη παραμονή του Νικηφόρου στη Γαλλία και οι ανατροπές στην καθημερινή ζωή των Ποντίων και των Ελλήνων της Μ. Ασίας εξαιτίας των νέων φιλοδοξιών των Νεότουρκων λίγα χρόνια αργότερα θα κρατήσουν μακριά τους δύο ερωτευμένους νέους που διψούσαν για ζωή και όνειρα.

«Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σ’ αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα υπόλοιπα στοιχεία πρέπει να εξοντωθούν άσχετα σε ποια θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Να καθαρίσει αυτή η χώρα από τα ξένα και βλαβερά χόρτα. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας». Ένας σκοπός πιο επίκαιρος από ποτέ.

Ο Ιούλιος του 1914 βάφεται στον Πόντο με τα πιο σκούρα χρώματα που δε θυμίζει σε τίποτα την άλλοτε ζεστή από χαρά και ξεγνοιασιά καλοκαιρινή Τραπεζούντα. Ο τραγικός εφιάλτης των Χριστιανών του Πόντου παίρνει τη σκυτάλη και ξεκινά με τους Νεότουρκους να καλούν τον λαό σε γενική επιστράτευση. Η πένα του συγγραφέα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και παραστατικότητα την αλλόκοτη κατάσταση που επικρατούσε γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, την αγριότητα που είχε κυριεύσει την Τούρκικη πλευρά αλλά και εκείνη των Γερμανών και μας ξυπνά έντονα συναισθήματα θυμού, οργής, αγανάκτησης αλλά και ανυπομονησίας για το τι έμελλε να ζήσει ο κόσμος του Πόντου. Στις δύσκολες αυτές στιγμές ηγετική και αγέρωχη μορφή αποτελούσε ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο οποίος δε σταματούσε να υπενθυμίζει σε Τούρκους και Ρωμιούς τα ευτυχισμένα χρόνια τότε που ζούσαν όλοι μαζί ειρηνικά και μονιασμένα, τότε που τίποτα δε φαντάζονταν ότι μπορούσε να τους χωρίσει.

Η ιστορία μαζί με τον μύθο ξεδιπλώνονται σαν κουβάρι και ο αναγνώστης μαθαίνει για τα αμελέ ταμπουρού, τα χαρακώματα, την εξαθλίωση του ανθρώπινου είδους, τις συμφωνίες που υπογράφονταν όπως η ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ μεταξύ Ελλάδας, Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου με Βουλγαρία για το τέλος του ακήρυχτου Βαλκανικού Πολέμου, ιδιαίτερα καταστροφικού, όπου η Μακεδονία μας προμηθευόταν σιτάρι για την πείνα και η Γαλλία μετάξι για γαλλικούς οίκους.

Οι αναφορές στα γεγονότα που έλαβαν χώρα την εποχή εκείνη διακόπτονται για να μας επαναφέρουν στην πλοκή της ιστορίας. Το πολυετές ταξίδι της επιστροφής του Νικηφόρου στην πατρίδα του εκεί όπου τον περίμενε η αγαπημένη του Χρυσαυγή μας επιτρέπει να το παρομοιάσουμε με εκείνο του Οδυσσέα που ανυπομονούσε να πατήσει τα χώματα της Ιθάκης και να ξανασμίξει με την αγαπημένη του Πηνελόπη. Τόσο πιστή όσο και η Πηνελόπη, η Χρυσαυγή βιώνοντας την απόλυτη καταστροφή του τόπου της δε λησμόνησε ποτέ τα αγνά συναισθήματα που ένιωθε για τον Νικηφόρο του οποίου το ταξίδι εμπόδιζαν πληθώρα περιπετειών. Άριστη είναι η περιγραφή της υδάτινης κόλασης «στον δαίμονα της Μαύρης Θάλασσας ώσπου άδειασε τα πνευμόνια του και δεκάδες κορμιά ξεβράστηκαν με την πλάτη γυρισμένη στη ζωή».

Ο Πόντος μετρούσε στιγμές παραφροσύνης, βόμβες, απαγορεύσεις, περιορισμούς κυκλοφορίας, κρεμάλες, εκφοβισμό, σφαγές, τρομοκρατία ενώ ο «ουρανός θρυμματιζόταν από την ομοβροντία των πυροβόλων όπλων». Η Τραπεζούντα παρομοιάζεται με την κόλαση του Δάντη ενώ οι πονεμένες μανάδες προσεύχονται μερόνυχτα στην Παναγιά τη Σουμελά να προστατεύσει τους άντρες και τα παιδιά τους. Από την άλλη ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη δράση της σαλής Λεϊλά για να προμηνύσει τα κακά που έρχονται. Οι λέξεις της τούρκικης διαλέκτου που χρησιμοποιεί επίσης στους διαλόγους των ηρώων του ηχούν την αγριότητα και το μένος των Νεότουρκων για τους Έλληνες του Πόντου. Από την άλλη η συγγραφική πένα μας καθοδηγεί να ζωγραφίσουμε άψογα ηλιοβασιλέματα εναλλάσσοντας τα χρώματα του ουρανού. Δεν παραμελεί να μας ενημερώνει και για χορούς που κάνουν οι ήρωες κάτω από τους ήχους της σέρρας που δίνουν εντολή για τρεμουλιαστά βήματα, χέρια ψηλά και ιαχές. Σε λίγες γραμμές έχουμε και γρήγορη ενημέρωση για τις μπαλαλάικες και τα ρωσικά τραγούδια.

Κι όσο οι Τούρκοι πολιορκούν, σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης, τη Χρυσαυγή τόσο ο αναγνώστης αναρωτιέται και αγωνιά για την πολυπόθητη επιστροφή του Νικηφόρου και τη συνάντησή τους. Η αγωνία κορυφώνεται με την περιγραφή του σχεδίου δράσης του Απόστολου, του Γεωργούλη και του Μιλτιάδη που πασχίζουν να αποδράσουν από τα τάγματα εργασίας κάτω από τη μύτη των χωροφυλάκων. Μέσα από τη στάχτη του πολέμου και τα βασανιστήρια στα αμελέ ταμπουρού ξεπηδά μια αρχοντιά που δεν χάνουν την ευκαιρία να αναδείξουν λόγω του υψηλού φρονήματος που χαρακτηρίζει αυτή την ελληνική φυλή.

Η βαθιά πίστη των Ποντίων στην Παναγιά διαφαίνεται συχνά από τις προσευχές και τους ύμνους που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του μυθιστορήματος. Η αναγεννησιακή ομορφιά της άνοιξης επίσης έρχεται σε αντιδιαστολή με το λεηλατημένο σκηνικό της πόλης, αντίθεση η οποία συχνά κάνει την εμφάνισή της.

Η παραμονή των Ρώσων στην περιοχή που εμφανίστηκαν ως σωτήρες θα καταλαγιάσουν για λίγο τη βιαιότητα των προηγούμενων σκηνών ενώ παράλληλα εξυψώνεται η δυναμική της αγάπης των δύο πρωταγωνιστών. Με τη χρήση επίσης των ημερολογίων που κρατούσαν οι ήρωες μαθαίνουμε πληροφορίες για τα έθιμα του Ποντιακού γάμου, τη συνοδεία οργάνων, το στήσιμο του νυφικού τραπεζιού ακόμα και για τα καλούδια που πρόσφεραν στους καλεσμένους χωρίς να μένουν στο περιθώριο οι αναφορές στο μεταξένιο νυφικό.

Οι χαρές στην Τραπεζούντα του ’18 δε θα κρατήσουν για πολύ… ο κόσμος της πιο εξαθλιωμένος από ποτέ… όσοι είχαν απομείνει θα πάλευαν για την ελευθερία τους. Η αναφορά στο μαρτύριο του Άγιου Ευγένιου ο οποίος με καρτερία και ηρεμία το περίμενε προμηνύει τον θάνατο ο οποίος με το κατάμαυρο πέπλο του θα σκεπάσει αργότερα ολόκληρη την περιοχή. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η περιγραφή του ονείρου της Μάρως με την Παναγιά τη Σουμελά αφού κι εδώ μαρτυρεί το αίμα που θα χυθεί για να γραφτεί η θλιβερή ιστορία του ξεριζωμού των Ποντίων. Οι εικόνες του θανάτου πολλαπλασιάζονται καθώς τα μέλη της οικογένειας γνωρίζουν απανωτά χτυπήματα από τον γεμάτο με μίσος λαό των Τούρκων τα οποία θα γνωρίσετε με κάθε λεπτομέρεια διαβάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα. Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν ξεχνά να κλείσει, χωρίς να δώσει τις τελευταίες του πληροφορίες και εδώ είναι πικρές… ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. Ο αναγνώστης θα πάρει τις τελευταίες ανάσες του όσο κι αν είναι ενημερωμένος από τις σελίδες τις ιστορίας. «Ο κόσμος μπορεί να φθίνει, να ζαρώνει μα ποτέ δε σβήνει». Και πώς να σβήσει όταν έχει ακολουθήσει τον χάρτη του Πόντου μέσα από τις αράδες του βιβλίου με κάθε λεπτομέρεια ο συγγραφέας κ. Αυτζής.

____________________

* Η κ. Στέλλα Σαΐτη είναι εκπαιδευτικός