Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

ΓΕΥΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ




  Γεύση πρώτη:


          «Αχ, μια μικρή φώκια!» ενθουσιάστηκα σαν την είδα.
           «Σσσς!» με κοίταξε ο πατέρας αυστηρά.
           Ακριβώς από κάτω στη μικρή αμμουδιά
           βρισκόταν μια φώκια. Δε φαινόταν να
           ενοχλήθηκε από τη φωνή μου. Εκατοστό
           δε μετακινήθηκε από τη θέση της.
           Μόνο το κεφάλι της έγειρε λιγάκι προς τα
           πάνω – ο Έρικ μόλις είχε προβάλει το δικό
           του και είδε τα υγρά της μάτια.
           Η φώκια έβγαλε ένα ξεψυχισμένο   Γουάαααβ!
           και κόλλησε ξανά τη μουσούδα της στην άμμο.

    (Απόσπασμα από το κεφάλαιο ΤΟ ΚΛΑΜΑ, σ. 30)


Γεύση δεύτερη:

   Το σπίτι που διατηρεί ο μπαμπάς στο νησί και   
          δεν το γνώριζα –μου το πε μόλις φτάσαμε ότι το
          είχε αγοράσει πριν από λίγα χρόνια, όταν ήταν
          ερείπιο, σε πολύ καλή τιμή– βρίσκεται σε ένα χωριό
          που το όνομά του είναι πολύ αστείο. «Στενή   Βάλα»
          το λένε, και όταν μου το είπε, έσκασα στα γέλια.
          Σαν να λέμε στενή βουβάλα, σκέφτηκα και συνέχισα
          να γελάω – ευτυχώς που ο Έρικ είχε ζαλιστεί και
          κοιμόταν στους καναπέδες του σκάφους, οπότε δεν
          πέταξε εκείνος την εξυπνάδα του, διότι αυτή τη φορά
          θα τον δικαιολογούσα.
          
          (Απόσπασμα από το κεφ. ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ, σ. 42)



Γεύση τρίτη:
               

«Στη Φούρκα, θείε Πέτρο, έχει πειρατές;» ρώτησε τόσο φυσικά
λες και τον ρωτούσε: «Θείε Πέτρο, σου αρέσει η Θεσσαλονίκη;». 
Τέτοιο πάθος με τους πειρατές πρώτη φορά βλέπω. Με τις ώρες
παίζει στο PlayStation παρέα με τον Τζακ Σπάροου. Νόμιζα
πως είχε ξεπεραστεί αυτή η μόδα.
Ο μπαμπάς δεν έχασε την ευκαιρία να του απαντήσει,
και μεταξύ σοβαρού και αστείου τού πρότεινε να έρθει
μαζί μας για να το ανακαλύψει μόνος του.
Άλλο που δεν ήθελε ο Έρικ.
Και τώρα από το πρωί τριγυρνάει μ’ ένα ζευγάρι κιάλια στον
λαιμό του και Ψάχνει να τους βρει. Με τα κιάλια του, λέει, θα
περιμένει και τον Τιμολέοντα να ξυπνήσει.
Μ’ αυτά παρακολουθούσε και τον μπαμπά όση ώρα
έραβε την πληγή του ζώου.

                                                (Από το κεφ. Ο ΕΡΙΚ ΚΑΙ Η ΣΚΟΥΦΙΑ ΤΟΥ, σ. 39)



Γεύση τέταρτη:

       
            “…Η φωνή του βιολόγου επιφυλακής από τον   
          ασύρματο που ο μπαμπάς είχε μόνιμα
          εγκαταστημένο στην κουζίνα το έλεγε
          καθαρά: «Κέντρο προς όλες τις κινητές
          μονάδες… Επείγον περιστατικό στη Γιούρα…
          Τραυματισμένη φώκια στη 
          σπηλιά του Κύκλωπα! Γιατρέ Καλομοίρη…
          Πέτρο μου, έλα γρήγορα! Η ομάδα διάσωσης
          ξεκινάει σε δέκα λεπτά!»
          Τι να έκανε ο καημένος ο μπαμπάς; Μόλις είχε
          ξυπνήσει και ετοίμαζε καφέ, το πρωινό του δηλαδή
          με δυο τρία παξιμάδια. Μα δεν πρόλαβε…

          (Από το κεφ. Η ΤΡΕΛΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ, σ. 70)


  
Γεύση πέμπτη:


        «Αυτή είναι το σπήλαιο του Κύκλωπα που σας
         έλεγα», είπε τότε με περηφάνια ο καπετάν
         Πυθαγόρας.
         Κι εγώ πρόσεξα ότι περάσαμε στο εσωτερικό
         της με πολλή άνεση. Η είσοδος μπορεί να έχει
         ύψος ίσαμε 15 μέτρα.
            «Και είναι η μεγαλύτερη των Βορείων Σποράδων,
         παρακαλώ!» συνέχισε. «Με πλούσια ευρήματα.
         Εδώ που βλέπετε, το 1992, και για τρία χρόνια,
         έγιναν ανασκαφές από την Εφορεία Παλαιοαν-
         θρωπολογίας-Σπηλαιολογίας υπό τον καθηγητή
         Αδαμάντιο Σάμψων. Και ανακαλύφθηκαν
         ευρήματα που αποδεικνύουν πως η σπηλιά
         κατοικήθηκε σε διάφορες περιόδους, ειδικά τη
         Νεολιθική…»

         (Από το κεφ. ΣΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ, σελ. 84)



Γεύση έκτη:

        
        "…Μισή ώρα αργότερα, στις 10.30’ σύμφωνα με το    
         ρολόι μου, ημέρα Παρασκευή, 30 Ιουνίου 2008,
         το σχέδιό μας, αν και απλό, είχε συγκεκριμένο
         οργανόγραμμα – έτσι το έλεγαν οι άνθρωποι της
         MOm στα δικά τους σχέδια. Απέκτησε όνομα
         «Το τσίμπημα της αράχνης», γιατί αυτό το άκακο
         κατά τα άλλα έντομο κινείται και υφαίνει τον ιστό
         του αθόρυβα, κι αν χρειαστεί τσιμπάει, και εμείς
         «οι φίλοι της muhuri» – μουχούρι λένε στα Σουαχίλι
         τη φώκια και το όνομά της δώσαμε στην ομάδα για
         να πετύχουμε μυστικότητα– ήμασταν αποφασισμένοι
         να τσιμπήσουμε όποιον επιχειρούσε να βλάψει τις
         φώκιες…
              
                                           (Από το κεφ. ΤΟ ΤΣΙΜΠΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ, σ. 100)
  


Γεύση έβδομη:


        «Το ξέρετε ότι η περιοχή είναι γεμάτη με ναυάγια     
         πλοίων; Και ότι στον πυθμένα της θάλασσας, σε
         πολλά σημεία, υπάρχουν θαμμένοι θησαυροί; Ως
         και γερμανικό αεροπλάνο από τον πόλεμο του 40
         έχουν καταπιεί τα νερά εδώ λίγο πιο βόρεια!» Αυτά
         μας είπε ο Αχιλλέας, και μπορεί η Βιβή και ο Φάνης
         να τα γνώριζαν όλα αυτά, ή η Αιμιλία να σφίχτηκε
         λιγάκι από τον φόβο, εγώ όμως ένιωσα την
         περιέργειά μου να ερεθίζεται ακόμα περισσότερο.
         «Έχει πλάκα να πήγε στο ναυάγιο…» πήγε και πάλι
         η φαντασία μου να οργιάσει αλλά δεν της το
         επέτρεψα.

                                           (Από το κεφ. ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΕΞΕΛΙΞΗ, σ. 110)




Γεύση όγδοη:

   Οταν ο Τζακ Σπάροου μιλούσε για την κατάρα     
         του μαύρου μαργαριταριού, ήξερε τι έλεγε.
         Κι εγώ αυτό φωνάζω από την ώρα που ήρθαμε
         στο νησί. Ξέρω πολύ καλά τι λέω και επαναλαμβάνω:
         «Και βέβαια υπάρχουν πειρατές!»
         Τους είδα με τα μάτια μου σεκείνο το ιστιοφόρο.
         Δε φτάνει αυτό; Τι πρέπει να κάνω για να με
         πιστέψουν; Εκείνοι εκεί πάνω δεν ήταν απλοί
         τουρίστες που έκαναν ηλιοθεραπεία. Τους είδα   
         και μεταξύ μας, ο ένας φορούσε πειρατικό μαντήλι
         στο κεφάλι και οι άλλοι έριχναν κάτι μεγάλα
         κιβώτια στη θάλασσα. Μου λέτε σε τι χρησιμεύουν
         τα ξύλινα κιβώτια μέσα στη θάλασσα;

         (Στο κεφ. ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΕΙΡΑΤΕΣ, σ. 121)


  

Γεύση ένατη:

        
            Εκεί πάνω θα κρυφτώ σε πρώτο χρόνο, σκέφτηκα.   
         Αλλά την ίδια στιγμή αντίκρισα κάτι μοναδικό.
         Μια σκηνή που γιαυτή και μόνο θα έμπαινα
         ξανά και ξανά στο στόμα του λύκου.
         Βρισκόμουν απέναντι ακριβώς από κάποιον
         επίγειο παράδεισο. Γιατί με σκηνή παραδείσου
         έμοιαζε το μέρος αυτό του νησιού, που όμως
         δεν ήξερα ποιο είναι, αλλά αυτό δεν είχε καμιά
         σημασία. Η αξία του αποτυπωνόταν πάνω στη
         γυαλιστερή μουσούδα και στα εκφραστικά μάτια
         που αντίκρισα σε δεκάδες νεαρές φώκιες. Η ακτή
         σαυτό το σημείο –από τη θέση του ήλιου έβλεπε
         μάλλον στην ανατολή–, αν και απόκρημνη,
         σχημάτιζε πολλά μικρά ορμητήρια, στις κροκάλες
         των οποίων αρκετές δεκάδες φώκιες, μικρές και
         μεγάλες, λιάζονταν. Ήταν μάλλον ώρα φαγητού
         και τα φωκάκια θήλαζαν. Κάποιες λούφαζαν στην
         κυριολεξία τεμπέλικα.

         (Από το κεφ. Η ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ ΒΓΗΚΕ ΝΙΚΗΤΗΣ, σ. 160)


Γεύση δέκατη:

         
         «Ο πατέρας μου;» Έμεινα να κοιτάζω με το          
         στόμα μου να χάσκει. Είχα αποσβολωθεί και
         δεν καταλάβαινα τι είχε γίνει. «Δηλαδή…» 
         Μέναν διπλό ελιγμό ο Μαξ Ρίλκε, που φάνηκε να
         είναι έμπειρος στο τιμόνι, κατάφερε την τελευταία
         στιγμή να περάσει ξυστά πίσω από την Οδύσσεια.
         Το σκάφος της MOm, μόλις μας προσπέρασε,
         έστριψε ενενήντα μοίρες αριστερά και το Queen
         Elizabeth έπεσε πάνω στα δίχτυα, που ήταν ακόμα
         τεντωμένα· οι μισθοφόροι των παράνομων πλοια-
         ρίων δεν είχαν προλάβει να τα κόψουν. Και τώρα η
         σύλληψή τους ήταν υπόθεση λίγων λεπτών. Ο ένας
         μετά τον άλλον οι πειρατές έπεσαν όλοι στα χέρια
         των αντρών του Λιμενικού.  
         «Ζήτωωω!» άρχισαν να φωνάζουν τα παιδιά από
         την Οδύσσεια. Καμία φώκια δεν είχε πάθει το παρα-
         μικρό.

         (Από το κεφ. ΜΕ ΚΟΜΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ, σ. 168)