Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΙΡΑΝΤΕΣ ΜΕ ΠΕΙΣΜΑ


Λίγα λόγια περί συγγραφής του

Υπάρχει δικτατορία που να έχει νικήσει τον λαό μας;


                       
Δεν είναι λίγες οι φορές που τα βιώματα και οι μνήμες της παιδικής μου ηλικίας έδωσαν το πρωτογενές υλικό στο ξεστράτισμα του μυαλού μου. Και ούτε υπολείπονται, στην ώριμη περίοδο της ζωής μου, οι τολμηρές ακροβασίες στο εργαστήρι της συγγραφής.
Καλοκαίρι ήταν, Αύγουστος μήνας, στον Τύμβο του Μαραθώνα. Τα κύματα του Ευβοϊκού χάιδευαν νωχελικά τους κόκκους της άμμου, λίγο πιο πέρα στην άκρη του βραχώδους λιμενοβραχίονα μια ομάδα αγοριών έριχνε και ξανάριχνε τις πετονιές στα ήρεμα νερά, ένα κορίτσι σχημάτιζε με τα ακροδάχτυλα των ποδιών της αταίριαστα σχήματα στην άμμο κι εγώ καθισμένος στην απέναντι ψαροταβέρνα έπινα κατ’ εξαίρεση mojito, όταν δύο ασπρόμαυρες φιγούρες σε κάδρο με ασπρόμαυρο φόντο μου “έκλεισαν” το μάτι. «Ποιοι είναι;» ρώτησα με αφέλεια τον φίλο ταβερνιάρη. «Οι γονείς μου» αποκρίθηκε εκείνος. «Στα χρόνια της δικτατορίας…»
Δεν ήθελε και πολύ η συγκεκριμένη σκηνή να πυροδοτήσει τη φαντασία μου. Μια εικόνα ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου από την παιδική μου ηλικία και μια αδηφάγα διάθεση για μυθοπλασία ξεπήδησαν από το πουθενά και πλημμύρισαν το σύμπαν μου. Οι πρώτοι μυθιστορηματικοί ήρωες του νέου μου βιβλίου είχαν κιόλας σχηματοποιηθεί. Τα αγόρια που έπαιζαν με τις πετονιές τους στην παραλία, το κορίτσι που άφηνε τα σημάδια της στην άμμο, ο κυρ-Παύλος ο Ψαράς με το όνομα και η κυρά Μαρίνα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας αλλά και ο παππάς του χωριού μου από χρόνια πίσω και ο δάσκαλος και ο χωροφύλακας της εποχής εκείνης… Καταλάβαινα πως το ταξίδι που επιχειρούσα να κάνω θα ήταν επώδυνο. Έπρεπε να ξεθάψω κομμάτια της ζωής μου δυσάρεστα και μνήμες που με κόπο είχα θάψει στη λήθη. Το εγχείρημα έμοιαζε να ισοδυναμεί με ελεύθερη πτώση στο κενό. Το στοίχημα που μόλις είχα βάλει μ’ έφερε αντιμέτωπο με τον εαυτό μου και τις δυνάμεις μου. Και δεν είναι διόλου εύκολο να αναμετριέσαι με τον εαυτό σου. Να ξεδιαλέγεις από τα άσχημα της ζωής τα απαραίτητα χωρίς να ματώσουν οι πληγές.
Το προηγούμενο μυθιστορηματικό κείμενό μου Φλω και Τιμολέων. Το κάλεσμα της φώκιας είχε πάρει από καιρό τον δρόμο προς την έκδοση κι εγώ, ως συνήθως μετά από κάθε αποχωρισμό χειρόγραφου, έπασχα από το σύνδρομο της “συγγραφικής στέρησης”. Αυτό ήταν. Δεν είχα άλλη επιλογή. Γι’ αυτό και χαιρέτησα βιαστικά τον φίλο ταβερνιάρη κι έτρεξα στο κιόσκι του σπιτιού που νοίκιαζα και είχα μετατρέψει σε εργαστήρι. Κάθισα μπροστά στον υπολογιστή μου και ξεκίνησα. Παρέα με το κορίτσι της παραλίας, που εκτός από το όνομά της, Αγγελική, που απέκτησε προς τιμήν της νονάς των παιδιών μου, όλα τα άλλα στοιχεία του χαρακτήρα της φανέρωναν ένα άτομο ατίθασο που, αν και ήξερε να πειθαρχεί στους κανόνες, επαναστατούσε όταν έβλεπε τους άλλους γύρω της να υποφέρουν. Τα αγόρια φίλοι της βαφτίστηκαν Νικόλας, Λάμπης, Σπύρος και Φάνης. Για χάρη του πατέρα μου που ήταν δίδυμος αλλά και των παιδιών μου που είναι δίδυμα και αυτά, η Αγγελική της ιστορίας απέκτησε δίδυμα αδέρφια, τον Γιώργη και τον Πετρή. Και τα παιδιά μου, ως Ίωνας και Έλια, μαζί με τη νονά τους ανέλαβαν την αφήγηση της εισαγωγής και του τέλους στο παρόν.
Εκείνο τον μήνα διακοπών μου στον Μαραθώνα τα δάχτυλά μου, αν και τρεμουλιαστά, πληκτρολογούσαν ασταμάτητα. Και οι ήρωες –και άλλη φορά μου το έκαναν αυτό– ατίθασοι χαρακτήρες καθώς ήταν όλοι τους, με παρέσυραν να ακολουθήσω όχι μόνο τα γνώριμα δρομάκια του Τύμβου αλλά και κείνα που η ιστορία και ο θρύλος έκρυβαν στην αχλή του χτες. Τα στενά του οικισμού, ο περίβολος του Τύμβου με τους Αθηναίους και Πλαταιείς Μαραθωνομάχους, η διαδρομή Τύμβος - Νέα Μάκρη κατά μήκος της παραλίας, το έλος της Μπρεζίζας, αλλά και η πρώην αμερικάνικη βάση και το περίφημο τούνελ του τρόμου έγιναν το σκηνικό της μυθοπλασίας.
Έτσι γεννήθηκαν οι Τιράντες με πείσμα. Και τους επόμενους μήνες, στην ασφάλεια του γραφείου μου, περιτριγυρισμένος από δεκάδες βιβλία, έχοντας ολοζώντανο στο μυαλό μου το σκηνικό της ευρύτερης περιοχής του Τύμβου του Μαραθώνα, άρχισαν να με “επισκέπτονται” μαζί με τους πρώτους ήρωες και πολλοί άλλοι. Ο θείος Φαίδων που είχε τη φήμη του αιώνιου φοιτητή. Η Ιταλίδα φίλη και συμμαθήτρια της Αγγελικής Σαλίνα ή Ραφαέλα. Ο μπαμπάς της σιορ Φραντζέσκο Νόβι. Ο Νταλί ο γάιδαρος. Ο κυρ Μιλτιάδης ή Ταρατατζούμ, φύλακας του Τύμβου. Ο θείος Βρασίδας αλλά και ο παπα-Ισίδωρος και ο δάσκαλος και άλλα πρόσωπα της παιδικής μου ηλικίας που για να διασφαλιστεί η ανωνυμία τους παρουσιάστηκαν με ονόματα άλλα. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες ανέλαβαν ρόλο αντάξιο της προσωπικότητάς τους και με τον απαιτούμενο σεβασμό προς την ιστορική μνήμη άρθρωσαν λόγο ανάλογο των ιστορικών γεγονότων αλλά και της πλοκής. Χάρη της μυθοπλασίας οι ζωές τους μπλέχτηκαν με τα γνωστά και άγνωστα στους πολλούς γεγονότα της περιόδου εκείνης που καταγράφηκαν ως «το χρονικό του πραξικοπήματος», μιας περιόδου που έμεινε στην ιστορία ως “Η Χούντα των συνταγματαρχών”.
Δυο μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας, ήταν Κυριακή του Πάσχα, η Αγγελική, η Σαλίνα και τα αγόρια της παρέας, πιασμένοι στο κουβάρι της μυθοπλασίας, ιδρύουν τη δική τους Φιλική Εταιρεία. Γίνονται οι “Τιράντες με Πείσμα” και οργανώνουν τη δική τους αντίσταση ενάντια στον δικτάτορα της οικογένειας και του οικισμού τον θείο Βρασίδα αλλά και ενάντια στον σκληροτράχηλο χωροφύλακα του οικισμού και στην αστυνομία. Με τις τιράντες τους άλλοτε να γίνονται παιχνίδι και άλλοτε σφεντόνες στα χέρια τους, εκσφενδονίζουν αχυρόμπαλες με μέλι και πούπουλα καμωμένες αλλά και αυτοσχέδιες βόμβες νερού με μπογιές και ώριμα φρούτα εποχής και φέρνουν τα πάνω κάτω στον οικισμό.
Τώρα, έχοντας κάνει κάθε συγγραφική ακροβασία˙ μπόλιασμα, τράβηγμα, αναδίπλωση, σβήσιμο, χτένισμα… και βάζοντας στην ιστορία και την τελευταία λέξη, χωρίς ωστόσο να ’μαι σίγουρος για τίποτα –ποιος μπορεί να είναι άλλωστε;– πιστεύω πως κράτησα τις ισορροπίες και με ειλικρίνεια και σεβασμό προς την ιστορία και τους αναγνώστες έφτασα στην κάθαρση και την ολοκλήρωση του ταξιδιού μου.
Τώρα, τη σκυτάλη παίρνει το βιβλίο που σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ψυχογιός και θα κρατήσεις στα χέρια σου. Σαν παιδί που στέκεται στα πόδια του, θα αρχίσει το δικό του ταξίδι από τη μια αγκαλιά στην άλλη. Αλλά και το δικό σου στις σελίδες του βιβλίου…
Εύχομαι λοιπόν και τούτο το ταξίδι σου να είναι απολαυστικό και οι «Τιράντες με Πείσμα», η Βίδρα, η Σαλίνα, ο Σούφρας και οι άλλοι να είναι η καλύτερη παρέα που έχεις γνωρίσει.
Κι εγώ, πριν σε χαιρετήσω, νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω την νονά την παιδιών μου, την Αγγελική Βαρελλά, για την αγάπη της όλα αυτά τα χρόνια και για το οχτάστιχο καλωσόρισμά της. Αλλά και τα παιδιά μου, Πρόδρομο και Ελευθερία, που για χάρη της μυθοπλασίας δεν έγιναν μόνο οι αρχικοί πρωταγωνιστές και αφηγητές της ιστορίας αλλά και οι πρώτοι ακροατές και αναγνώστες της. Να ευχαριστήσω, τέλος, την εξαιρετική Δομινίκη Σάνδη, τη θεματοφύλακα του εκδοτικού τμήματος των εκδόσεων Ψυχογιός, για τις ουσιαστικές συμβουλές της αλλά και για την αγάπη της γι’ αυτό που κάνει και την υπομονή της και φυσικά τη Χρυσούλα Τσιρούκη που με ζήλο και αγάπη επιμελήθηκε και φρόντισε σαν παιδί της και αυτό μου το βιβλίο.
Με το καλό να φτάσει στα χέρια σας και καλή σας ανάγνωση!

Μερκούριος Αυτζής