Λόγια-θυμίαμα στη μνήμη της γιαγιάς Χρυσαυγής
Μια παλιά προφητεία, μια ανομολόγητη υπόσχεση και ένα μικρό καρυδένιο κασελάκι, ασήμαντο για τους πλιότερους και ξεχασμένο στο κατώι του χρόνου μα με θησαυρούς μεγάλης συναισθηματικής αξίας, έγιναν η αφορμή να αδράξω τα χαρτιά και τα μολύβια (τα πλήκτρα του φορητού Η/Υ μου) και να γράψω το ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ. Όσα γράφτηκαν σε τούτο το ιστόρημα και αυτά που ακολουθούν αποτελούν θυμίαμα εύοσμο στη μνήμη της γυναίκας που τα έζησε αλλά και σε εκείνων τη μνήμη που τη συντρόφευσαν στο ταξίδι της ζωής. Παράλληλα, είναι χρέος και εκπλήρωση της γραφτής επιθυμίας –προτροπή θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος– που άφησε η ηρωίδα του βιβλίου μαζί με άλλα πολύτιμα δώρα στο καρυδένιο κασελάκι της.
Αλλά
ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ο
Πόντος έγινε κομμάτι της ζωής μου από την πρώτη μέρα του έγγαμου βίου μου. Λέξεις,
φράσεις, παραδοσιακά εδέσματα, χωρατά, μοιρολόγια, γλέντια, χοροί, τραγούδια, όλα
έγιναν σταδιακά στοιχεία της μύησής μου σ’ έναν κόσμο για τον οποίο ελάχιστα
γνώριζα. Και είχαν στη μύησή μου αυτή τον κύριο ρόλο δύο πρόσωπα. Από τη μια ο
Μόντε Χρήστο, το μοναδικό εν ζωή σερνικό της ηρωίδας, που σε κάθε συνάντησή μας
σκάρωνε νότες του Πόντου άλλοτε με τα πνευστά του ‒φλογέρα, ζουρνά, φυσαρμόνικα,
κλαρίνο‒ κι άλλοτε με το μπουζούκι του. Και από την άλλη η Χρυσαυγή Β΄, η Σίσσυ
μου, με τις περιγραφές, θύμησες της παιδικής της ηλικίας, που κάποτε έπαιρναν
μορφή αφήγησης. Κάπως έτσι, μόλις πριν από δυο χρόνια, ήρθε στην επιφάνεια και
στα έκπληκτα μάτια μου, σαν από ανασκαφή, και το κασελάκι με τα πολύτιμα. Η νυφιάτικη
ανθοδέσμη από αμάραντους, το βιβλίο του Βιζυηνού, το μαγνητοφωνάκι με τη φωνή
της γιαγιάς Χρυσαυγής, κάποιες παλιές καρτ ποστάλ, κυρίως όμως η γραπτή
επιθυμία της να γίνει η ζωή της βιβλίο, πέρα από τη συγκίνηση που προκάλεσαν, έγιναν
ο θεμέλιος λίθος του ιστορήματος που μέσα μου είχε πια αρχίσει να παίρνει μορφή.
Τα λόγια στη γραπτή επιθυμία της σαφή και σταράτα: «Τις στιγμές της ζωής μου,
που απλόχερα σου χάρισα, βάλ’ τες στο χαρτί στρωτά, ώστε να τις διαβάσουν
όλοι. Κάν’ τες εικόνες να μπορούν να τις καταλαβαίνουν, να τις θυμούνται. Και μην
ξεχνάς: έρωτες, γέλια, χαρές, πόνος, έχθρες, ζωή, θάνατος, όλα ένα. Σφιχταγκαλιασμένα. Έτσι είναι η ζωή. Κάνει κύκλους, μικραίνει,
αλλά ποτέ δεν κλείνει. Κι ο κόσμος μπορεί να φθίνει, να ζαρώνει, μα ποτέ δε
σβήνει. Ο κόσμος είμαστε εμείς. Και εμείς έχουμε ο ένας τον άλλο. Ο άλλος είναι
η συνέχειά μας. Αυτό κάνε κι εσύ. Αναζήτησε τον άνθρωπο όπου και αν βρίσκεται.
Μοιράσου μαζί του. Είναι άκρως λυτρωτικό να ξυπνάς, να σηκώνεις το βλέμμα σου
και να σε τυφλώνει η έσχατη λάμψη του άρματος του ήλιου…».
Έπειτα
απ’ αυτά τα λόγια το ταξίδι της γραφής είχε κιόλας αρχίσει. Ο πυρήνας του ιστορήματος
είχε δημιουργηθεί και τα δώρα της γιαγιάς ‒η μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, οι λίγες
μα ουσιαστικές σημειώσεις, οι καρτ ποστάλ και οι περιγραφές‒ έγιναν η μαγιά για
να πλαστεί ο μύθος. Συνάμα τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν και την πυξίδα για να συγκεντρωθεί
και να μελετηθεί μια πληθώρα από επιστημονικά συγγράμματα, διατριβές, μελέτες,
εργασίες, άρθρα, φωτογραφικά ντοκουμέντα αλλά και μαρτυρίες. Πηγές από τις οποίες,
όπως η μέλισσα το νέκταρ της, επέλεξα το υλικό που μπόλιασε γόνιμα τον μύθο και
έντυσε με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια τη σάρκα της πλοκής. Κάπως έτσι,
ακολουθώντας τα βήματα της ηρωίδας στις σημαντικές στιγμές της ζωής της αλλά
και όσων τη συντρόφεψαν τα πρώτα χρόνια, βρέθηκα νοερά πίσω στον χρόνο, στις
αρχές του 20ού αιώνα, τότε που η καλλίστη Τραπεζούντα, η γενέτειρα της ηρωίδας,
έσφυζε από ζωή. Την εποχή αυτή το ελληνικό στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο και οι
Έλληνες της πόλης διέπρεπαν σε όλους τους τομείς. Ήταν πια μοιραίο, ύστερα απ’ όσα
είχα διαβάσει, ο τόπος να μου φαίνεται εφιαλτικά γνωστός. Γνώριζα κάθε του
σπιθαμή. Και ναι. Από τα τείχη των Κομνηνών είδα τις αποβάθρες του λιμανιού, αγνάντεψα
το απέραντο γαλάζιο, βούτηξα απ’ τα βράχια πίσω απ’ το Λεοντόκαστρο στα κρύα νερά
της Μαύρης Θάλασσας, κάθισα μαθητής κι εγώ στα έδρανα του Φροντιστηρίου, άναψα
κερί στις εκκλησιές και πήρα ευλογία από τον άγιο Δέσποτα, σεργιάνισα στα στενά
μα πολυσύχναστα σοκάκια, ήπια καφέ στην πλατεία Μεϊντάν, γεύτηκα τα παραδοσιακά
τους γλυκά και εδέσματα, ψέλλισα φράσεις και λέξεις ποντιακές, γέλασα μέχρι
δακρύων, φόρεσα τις ζίπκες τους και χόρεψα στο πλευρό τους ομάλ και σέρρα. Και
όταν στην πορεία της γραφής κατέληγα σε αδιέξοδα, όταν η έμπνευσή μου στέρευε,
κατά έναν μυστήριο τρόπο μια απροσδιόριστη δύναμη, που ένας υποψιασμένος
ερευνητής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως εκπορευόταν από την ψυχή της ηρωίδας,
μ’ έβγαζε από το σκοτάδι, με οδηγούσε στο φως και το μυθιστόρημα έπαιρνε ξανά
νέα πνοή. Κι εγώ, γοητευμένος από τα
επιτεύγματά τους, την ανατροφή που έδιναν στα παιδιά τους, το μεγαλείο και την
καθαρότητα της ψυχής και του πνεύματος καθώς και τον τρόπο με τον οποίο
κατάφερναν καθημερινά να συμβιώνουν με τους μουσουλμάνους και τις άλλες φυλές της
πόλης, ακολούθησα την ηρωίδα και τους άλλους ήρωες, μικρούς και μεγάλους, σε
κάθε τους βήμα, μπήκα στο πετσί του ρόλου τους στις καλές και τις άσχημες
στιγμές, στις χαρές και τις λύπες. Και όταν έπεσαν οι πρώτες οβίδες, στον
Μεγάλο Πόλεμο, όταν οι Νεότουρκοι έβγαλαν το προσωπείο τους και φανέρωσαν με
λόγια και πράξεις τις προθέσεις τους, συνέχισα να τους ακολουθώ, όσο στενόχωρα
και πικρά κι αν ήταν αυτά που έγραφα.
Γιατί
το μυθιστόρημα δεν είναι ένα ήρεμο ποταμάκι που απλώς ρέει ατάραχο. Το μυθιστόρημα, και ιδίως το ιστορικό, έχει
ζώσα πνοή και όπως ο χορευτής, έτσι και αυτό δημιουργεί κυματισμούς,
στροβιλίζεται, κάνει ελιγμούς και με την ορμή που διαθέτει προκαλεί ποικίλες
συναισθηματικές διακυμάνσεις, που κάποτε δυσκολεύεσαι να ακολουθήσεις. Συνάμα είναι
μια δραματική αναπαράσταση της ζωής σε μια αυστηρά οριοθετημένη ιστορική εποχή,
που προσωπικά ως δημιουργός όφειλα να ακολουθήσω, έχοντας στον νου μου αφενός
να διαφυλάξω την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, όσο σκληρά κι αν ήταν την
περίοδο του Μεγάλου Πολέμου και της γενοκτονίας, και αφετέρου να σεβαστώ τη
μυθιστορηματική γραφή.
Μερκούριος
Αυτζής, 28.4.2022