Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ του μυθιστορήματος από την κ. ΣΤΕΛΛΑ ΣΑΪΤΗ*

 

«ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ»

Τραπεζούντα 1904. Ο 20ος αι. κάνει τα πρώτα του βήματα. Η πόλη όπως περίτεχνα περιγράφει ο συγγραφέας θυμίζει ένα απέραντο μωσαϊκό χρωμάτων. Έλληνες και Τούρκοι συνυπάρχουν, χαίρονται, γελούν, συζητούν και ζουν. Οι εικόνες καθώς διαβάζουμε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ξεχύνονται σταδιακά και η μία διαδέχεται την άλλη παροτρύνοντας τον αναγνώστη να γίνει μέρος της ιστορίας και έτσι η φαντασία του να τις καλοδέχεται λες και ζει και δρα μέσα σε αυτές. Η πόλη γοητεύει κάθε περαστικό και παρασέρνει μαζί του και εμάς.

Από τις πρώτες κιόλας σειρές γίνονται γνωστοί οι ήρωες του μυθιστορήματος, ο Ευγένιος με την αρχοντική του εμφάνιση γνωστός ως ο μεγαλέμπορος της περιοχής και όχι μόνο, οι υπάλληλοί του και φυσικά η Λεϊλά η αλλιώς η σαλή με την καθαρή ψυχή και την ασκητική ζωή. Η τελευταία πιστή στον Θεό χαρίζει τόσο διασκεδαστικές όσο και συγκινητικές στιγμές ενώ άλλες φορές ο αντισυμβατικός της χαρακτήρας θα γλιτώσει τους ήρωες από πολλά δεινά.

Ο συγγραφέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια σημεία της πόλης όπου οι ντόπιοι Χριστιανοί και μη συνήθιζαν να εμφανίζονται. Κάνει στάσεις στο λιμάνι της Τραπεζούντας, λίγο πιο πάνω στο Μεϊντάν σοκάκ όπου οι μυρωδιές από τα αρωματοπωλεία, τα μανάβικα, τα εστιατόρια, τα σεκερτζίδικα, τα ζαχαροπλαστεία ξεπηδούν από τις σελίδες φτάνοντας στα ρουθούνια του αναγνώστη. Γίνεται συχνή χρήση λέξεων ποντιακής διαλέκτου που μας φέρνει κοντά με τον κόσμο του Πόντου.

Στις επόμενες γραμμές θα μας συστηθεί η οικογένεια Μικροπούλου, η Μάρω η σύζυγος και στήριγμα του Ευγένιου με τα τέσσερα παιδιά τους, τον Κωνσταντίνο, τον Απόστολο, τη 15χρονη τότε Χρυσαυγή και τον Γεωργούλη, τον μεσιέ Συμεών και λίγο παρακάτω οι καλές φίλες της Χρυσαυγής, Πόντιες, Αρμένισσες και Μουσουλμάνες, ο Τζεμάλ Αζμή μπέης ο βαλής ή αλλιώς νομάρχης στο βιλαέτι της Τραπεζούντας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ήρωές του εξυψώνοντας τα χαρακτηριστικά τους βοηθώντας μας έτσι να κατανοήσουμε πλήρως την όψη τους, τη δράση τους, τα πιστεύω τους. Λειτουργούν ως σύμβολα και μας προκαλεί άλλοτε να ταυτιστούμε με αυτούς κι άλλοτε να θυμώσουμε, άλλοτε να θαυμάσουμε κι άλλοτε να αναρωτηθούμε.

Η Χρυσαυγή σύμβολο της νιότης αλλά και της λογικής παρουσιάζεται ως χαρακτήρας δυναμικός που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, ονειρεύεται πως κάποια μέρα θα γίνει δασκάλα και θα διδάσκει με αφοσίωση και αγάπη τους μαθητές της στο Φροντιστήριο της πόλης. Ούτε φανταζόταν τι της επιφύλασσε το μέλλον και πως μια και δυο στιγμές θα ανατρέψουν τα πάντα.

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να μας παρουσιάσει και τις συνήθειες της εποχής, όπως οι μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις που στόχο είχαν να φέρουν κοντά τους μεγαλέμπορους, τους επιφανείς και τους άρχοντες της πόλης και όχι μόνο, καθώς και συνήθειες που ακολουθούσαν συνήθως οι Τούρκοι μουσουλμάνοι της περιοχής όπως το να αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα ευχαρίστησης, ως κτήμα τους. Άλλοτε υπενθυμίζει τα δεινά που υπέστησαν οι κάτοικοι της πόλης με την πανούκλα να τους αποδυναμώνει σωματικά και οικονομικά, με τον χαμό του μητροπολίτη που τόσο λάτρευαν και σέβονταν να τους αποδυναμώνει ψυχικά. Ο αναγνώστης γρήγορα παρατηρεί τη σημασία που δίνει ο συγγραφέας στον χριστιανισμό με αναφορές στο εκκλησάκι του  Αη Γρηγόρη, στον μητροπολίτη, στις καμπάνες και στα πετραχήλια, στα εικονίσματα της Παναγιάς της Σουμελάς μέχρι και τον ναό της Καλής Μητέρας στη Μασσαλία και ταυτόχρονα οι αναφορές στο τζαμί, στον Αλλάχ, στους μιναρέδες και στους οντάδες δίνουν την εικόνα μιας ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών. Οι περιγραφές διακόπτονται συχνά πυκνά από την απρόσμενη κάθε φορά εμφάνιση της Λεϊλά που «ξετρυπώνει από τα χαλάσματα και γίνεται ένα με το φως του ήλιου» καθυστερώντας την πλοκή της ιστορίας με αποτέλεσμα η αγωνία του αναγνώστη να κορυφώνεται.

Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η αναφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής στην ευρύτερη περιοχή. Οι αναφορές στο Φροντιστήριο, στο Γυμνάσιο, οι σπουδές στο εξωτερικό μας φανερώνουν πως η εκπαίδευση και γενικότερα η μόρφωση των παιδιών κρίνονταν απαραίτητες για την εξέλιξή τους και το μέλλον τους τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια.

Επιπλέον, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να κάνει αναδρομές στον χρόνο και ταυτόχρονα εξιστορεί τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε κάθε μία από τις χρονικές περιόδους. Οι Αρμένιοι ήρωές του τον προκαλούν να κάνει μνεία στον φριχτό διωγμό των Αρμενίων και στα δεινά που βίωσαν τον προηγούμενο αιώνα τόσο στην Τραπεζούντα όσο και στις γειτονικές περιοχές. Μας ενημερώνει επίσης για τον Καυκάσιο σιδηρόδρομο, μας θυμίζει τη μυθική Κολχίδα με το χρυσόμαλλο δέρας, το Βατούμ, τη Μαριούπολη που έγινε γνωστή σε όλους, μας περιγράφει την Οδησσό που είναι το μαργαριτάρι της Μαύρης Θάλασσας, το θέατρο όπερας και μπαλέτου.

Έντονα και ευχάριστα συναισθήματα προκαλούν από την άλλη οι περιγραφές ενός αληθινού έρωτα που παρομοιάζεται με την άνοιξη και τα χρώματά της. Ο έρωτας της Χρυσαυγής και του Νικηφόρου, ο οποίος μαθαίνουμε από την περιγραφή της ίδιας της Χρυσαυγής, που πλέον ως γιαγιά διηγείται στην εγγονή της, κορυφώθηκε με το πρώτο τους φιλί, τότε που «οι μοσχοβολιές των ανθών τρύπωναν στα ρουθούνια μας και πετροχελίδονα, τα πρώτα της άνοιξης, κελαηδούσαν τον έρωτά τους». Ένας αληθινός έρωτας που γρήγορα εξελίχθηκε σε αγάπη που έμελλε να συναντήσει εμπόδια και αναποδιές αλλά παρέμενε ζωντανή ακόμα κι όταν όλοι πίστευαν πως είχε σβήσει. Ένα ταξίδι πέρα στη Μαύρη Θάλασσα, η μακροχρόνια και απρόσμενη παραμονή του Νικηφόρου στη Γαλλία και οι ανατροπές στην καθημερινή ζωή των Ποντίων και των Ελλήνων της Μ. Ασίας εξαιτίας των νέων φιλοδοξιών των Νεότουρκων λίγα χρόνια αργότερα θα κρατήσουν μακριά τους δύο ερωτευμένους νέους που διψούσαν για ζωή και όνειρα.

«Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σ’ αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα υπόλοιπα στοιχεία πρέπει να εξοντωθούν άσχετα σε ποια θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Να καθαρίσει αυτή η χώρα από τα ξένα και βλαβερά χόρτα. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας». Ένας σκοπός πιο επίκαιρος από ποτέ.

Ο Ιούλιος του 1914 βάφεται στον Πόντο με τα πιο σκούρα χρώματα που δε θυμίζει σε τίποτα την άλλοτε ζεστή από χαρά και ξεγνοιασιά καλοκαιρινή Τραπεζούντα. Ο τραγικός εφιάλτης των Χριστιανών του Πόντου παίρνει τη σκυτάλη και ξεκινά με τους Νεότουρκους να καλούν τον λαό σε γενική επιστράτευση. Η πένα του συγγραφέα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και παραστατικότητα την αλλόκοτη κατάσταση που επικρατούσε γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, την αγριότητα που είχε κυριεύσει την Τούρκικη πλευρά αλλά και εκείνη των Γερμανών και μας ξυπνά έντονα συναισθήματα θυμού, οργής, αγανάκτησης αλλά και ανυπομονησίας για το τι έμελλε να ζήσει ο κόσμος του Πόντου. Στις δύσκολες αυτές στιγμές ηγετική και αγέρωχη μορφή αποτελούσε ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο οποίος δε σταματούσε να υπενθυμίζει σε Τούρκους και Ρωμιούς τα ευτυχισμένα χρόνια τότε που ζούσαν όλοι μαζί ειρηνικά και μονιασμένα, τότε που τίποτα δε φαντάζονταν ότι μπορούσε να τους χωρίσει.

Η ιστορία μαζί με τον μύθο ξεδιπλώνονται σαν κουβάρι και ο αναγνώστης μαθαίνει για τα αμελέ ταμπουρού, τα χαρακώματα, την εξαθλίωση του ανθρώπινου είδους, τις συμφωνίες που υπογράφονταν όπως η ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ μεταξύ Ελλάδας, Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου με Βουλγαρία για το τέλος του ακήρυχτου Βαλκανικού Πολέμου, ιδιαίτερα καταστροφικού, όπου η Μακεδονία μας προμηθευόταν σιτάρι για την πείνα και η Γαλλία μετάξι για γαλλικούς οίκους.

Οι αναφορές στα γεγονότα που έλαβαν χώρα την εποχή εκείνη διακόπτονται για να μας επαναφέρουν στην πλοκή της ιστορίας. Το πολυετές ταξίδι της επιστροφής του Νικηφόρου στην πατρίδα του εκεί όπου τον περίμενε η αγαπημένη του Χρυσαυγή μας επιτρέπει να το παρομοιάσουμε με εκείνο του Οδυσσέα που ανυπομονούσε να πατήσει τα χώματα της Ιθάκης και να ξανασμίξει με την αγαπημένη του Πηνελόπη. Τόσο πιστή όσο και η Πηνελόπη, η Χρυσαυγή βιώνοντας την απόλυτη καταστροφή του τόπου της δε λησμόνησε ποτέ τα αγνά συναισθήματα που ένιωθε για τον Νικηφόρο του οποίου το ταξίδι εμπόδιζαν πληθώρα περιπετειών. Άριστη είναι η περιγραφή της υδάτινης κόλασης «στον δαίμονα της Μαύρης Θάλασσας ώσπου άδειασε τα πνευμόνια του και δεκάδες κορμιά ξεβράστηκαν με την πλάτη γυρισμένη στη ζωή».

Ο Πόντος μετρούσε στιγμές παραφροσύνης, βόμβες, απαγορεύσεις, περιορισμούς κυκλοφορίας, κρεμάλες, εκφοβισμό, σφαγές, τρομοκρατία ενώ ο «ουρανός θρυμματιζόταν από την ομοβροντία των πυροβόλων όπλων». Η Τραπεζούντα παρομοιάζεται με την κόλαση του Δάντη ενώ οι πονεμένες μανάδες προσεύχονται μερόνυχτα στην Παναγιά τη Σουμελά να προστατεύσει τους άντρες και τα παιδιά τους. Από την άλλη ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη δράση της σαλής Λεϊλά για να προμηνύσει τα κακά που έρχονται. Οι λέξεις της τούρκικης διαλέκτου που χρησιμοποιεί επίσης στους διαλόγους των ηρώων του ηχούν την αγριότητα και το μένος των Νεότουρκων για τους Έλληνες του Πόντου. Από την άλλη η συγγραφική πένα μας καθοδηγεί να ζωγραφίσουμε άψογα ηλιοβασιλέματα εναλλάσσοντας τα χρώματα του ουρανού. Δεν παραμελεί να μας ενημερώνει και για χορούς που κάνουν οι ήρωες κάτω από τους ήχους της σέρρας που δίνουν εντολή για τρεμουλιαστά βήματα, χέρια ψηλά και ιαχές. Σε λίγες γραμμές έχουμε και γρήγορη ενημέρωση για τις μπαλαλάικες και τα ρωσικά τραγούδια.

Κι όσο οι Τούρκοι πολιορκούν, σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης, τη Χρυσαυγή τόσο ο αναγνώστης αναρωτιέται και αγωνιά για την πολυπόθητη επιστροφή του Νικηφόρου και τη συνάντησή τους. Η αγωνία κορυφώνεται με την περιγραφή του σχεδίου δράσης του Απόστολου, του Γεωργούλη και του Μιλτιάδη που πασχίζουν να αποδράσουν από τα τάγματα εργασίας κάτω από τη μύτη των χωροφυλάκων. Μέσα από τη στάχτη του πολέμου και τα βασανιστήρια στα αμελέ ταμπουρού ξεπηδά μια αρχοντιά που δεν χάνουν την ευκαιρία να αναδείξουν λόγω του υψηλού φρονήματος που χαρακτηρίζει αυτή την ελληνική φυλή.

Η βαθιά πίστη των Ποντίων στην Παναγιά διαφαίνεται συχνά από τις προσευχές και τους ύμνους που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του μυθιστορήματος. Η αναγεννησιακή ομορφιά της άνοιξης επίσης έρχεται σε αντιδιαστολή με το λεηλατημένο σκηνικό της πόλης, αντίθεση η οποία συχνά κάνει την εμφάνισή της.

Η παραμονή των Ρώσων στην περιοχή που εμφανίστηκαν ως σωτήρες θα καταλαγιάσουν για λίγο τη βιαιότητα των προηγούμενων σκηνών ενώ παράλληλα εξυψώνεται η δυναμική της αγάπης των δύο πρωταγωνιστών. Με τη χρήση επίσης των ημερολογίων που κρατούσαν οι ήρωες μαθαίνουμε πληροφορίες για τα έθιμα του Ποντιακού γάμου, τη συνοδεία οργάνων, το στήσιμο του νυφικού τραπεζιού ακόμα και για τα καλούδια που πρόσφεραν στους καλεσμένους χωρίς να μένουν στο περιθώριο οι αναφορές στο μεταξένιο νυφικό.

Οι χαρές στην Τραπεζούντα του ’18 δε θα κρατήσουν για πολύ… ο κόσμος της πιο εξαθλιωμένος από ποτέ… όσοι είχαν απομείνει θα πάλευαν για την ελευθερία τους. Η αναφορά στο μαρτύριο του Άγιου Ευγένιου ο οποίος με καρτερία και ηρεμία το περίμενε προμηνύει τον θάνατο ο οποίος με το κατάμαυρο πέπλο του θα σκεπάσει αργότερα ολόκληρη την περιοχή. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η περιγραφή του ονείρου της Μάρως με την Παναγιά τη Σουμελά αφού κι εδώ μαρτυρεί το αίμα που θα χυθεί για να γραφτεί η θλιβερή ιστορία του ξεριζωμού των Ποντίων. Οι εικόνες του θανάτου πολλαπλασιάζονται καθώς τα μέλη της οικογένειας γνωρίζουν απανωτά χτυπήματα από τον γεμάτο με μίσος λαό των Τούρκων τα οποία θα γνωρίσετε με κάθε λεπτομέρεια διαβάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα. Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν ξεχνά να κλείσει, χωρίς να δώσει τις τελευταίες του πληροφορίες και εδώ είναι πικρές… ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. Ο αναγνώστης θα πάρει τις τελευταίες ανάσες του όσο κι αν είναι ενημερωμένος από τις σελίδες τις ιστορίας. «Ο κόσμος μπορεί να φθίνει, να ζαρώνει μα ποτέ δε σβήνει». Και πώς να σβήσει όταν έχει ακολουθήσει τον χάρτη του Πόντου μέσα από τις αράδες του βιβλίου με κάθε λεπτομέρεια ο συγγραφέας κ. Αυτζής.

____________________

* Η κ. Στέλλα Σαΐτη είναι εκπαιδευτικός 

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ

 Λόγια-θυμίαμα στη μνήμη της γιαγιάς Χρυσαυγής

Μια παλιά προφητεία, μια ανομολόγητη υπόσχεση και ένα μικρό καρυδένιο κασελάκι, ασήμαντο για τους πλιότερους και ξεχασμένο στο κατώι του χρόνου μα με θησαυρούς μεγάλης συναισθηματικής αξίας, έγιναν η αφορμή να αδράξω τα χαρτιά και τα μολύβια (τα πλήκτρα του φορητού Η/Υ μου) και να γράψω το ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ. Όσα γράφτηκαν σε τούτο το ιστόρημα και αυτά που ακολουθούν αποτελούν θυμίαμα εύοσμο στη μνήμη της γυναίκας που τα έζησε αλλά και σε εκείνων τη μνήμη που τη συντρόφευσαν στο ταξίδι της ζωής. Παράλληλα, είναι χρέος και εκπλήρωση της γραφτής επιθυμίας –προτροπή θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος– που άφησε η ηρωίδα του βιβλίου μαζί με άλλα πολύτιμα δώρα στο καρυδένιο κασελάκι της.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

Ο Πόντος έγινε κομμάτι της ζωής μου από την πρώτη μέρα του έγγαμου βίου μου. Λέξεις, φράσεις, παραδοσιακά εδέσματα, χωρατά, μοιρολόγια, γλέντια, χοροί, τραγούδια, όλα έγιναν σταδιακά στοιχεία της μύησής μου σ’ έναν κόσμο για τον οποίο ελάχιστα γνώριζα. Και είχαν στη μύησή μου αυτή τον κύριο ρόλο δύο πρόσωπα. Από τη μια ο Μόντε Χρήστο, το μοναδικό εν ζωή σερνικό της ηρωίδας, που σε κάθε συνάντησή μας σκάρωνε νότες του Πόντου άλλοτε με τα πνευστά του ‒φλογέρα, ζουρνά, φυσαρμόνικα, κλαρίνο‒ κι άλλοτε με το μπουζούκι του. Και από την άλλη η Χρυσαυγή Β΄, η Σίσσυ μου, με τις περιγραφές, θύμησες της παιδικής της ηλικίας, που κάποτε έπαιρναν μορφή αφήγησης. Κάπως έτσι, μόλις πριν από δυο χρόνια, ήρθε στην επιφάνεια και στα έκπληκτα μάτια μου, σαν από ανασκαφή, και το κασελάκι με τα πολύτιμα. Η νυφιάτικη ανθοδέσμη από αμάραντους, το βιβλίο του Βιζυηνού, το μαγνητοφωνάκι με τη φωνή της γιαγιάς Χρυσαυγής, κάποιες παλιές καρτ ποστάλ, κυρίως όμως η γραπτή επιθυμία της να γίνει η ζωή της βιβλίο, πέρα από τη συγκίνηση που προκάλεσαν, έγιναν ο θεμέλιος λίθος του ιστορήματος που μέσα μου είχε πια αρχίσει να παίρνει μορφή. Τα λόγια στη γραπτή επιθυμία της σαφή και σταράτα: «Τις στιγμές της ζωής μου, που απλόχερα σου χάρισα, βάλ’ τες στο χαρτί στρωτά, ώστε να τις διαβάσουν όλοι. Κάν’ τες εικόνες να μπορούν να τις καταλαβαίνουν, να τις θυμούνται. Και μην ξεχνάς: έρωτες, γέλια, χαρές, πόνος, έχθρες, ζωή, θάνατος, όλα ένα. Σφιχταγκαλιασμένα. Έτσι είναι η ζωή. Κάνει κύκλους, μικραίνει, αλλά ποτέ δεν κλείνει. Κι ο κόσμος μπορεί να φθίνει, να ζαρώνει, μα ποτέ δε σβήνει. Ο κόσμος είμαστε εμείς. Και εμείς έχουμε ο ένας τον άλλο. Ο άλλος είναι η συνέχειά μας. Αυτό κάνε κι εσύ. Αναζήτησε τον άνθρωπο όπου και αν βρίσκεται. Μοιράσου μαζί του. Είναι άκρως λυτρωτικό να ξυπνάς, να σηκώνεις το βλέμμα σου και να σε τυφλώνει η έσχατη λάμψη του άρματος του ήλιου…».

Έπειτα απ’ αυτά τα λόγια το ταξίδι της γραφής είχε κιόλας αρχίσει. Ο πυρήνας του ιστορήματος είχε δημιουργηθεί και τα δώρα της γιαγιάς ‒η μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, οι λίγες μα ουσιαστικές σημειώσεις, οι καρτ ποστάλ και οι περιγραφές‒ έγιναν η μαγιά για να πλαστεί ο μύθος. Συνάμα τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν και την πυξίδα για να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί μια πληθώρα από επιστημονικά συγγράμματα, διατριβές, μελέτες, εργασίες, άρθρα, φωτογραφικά ντοκουμέντα αλλά και μαρτυρίες. Πηγές από τις οποίες, όπως η μέλισσα το νέκταρ της, επέλεξα το υλικό που μπόλιασε γόνιμα τον μύθο και έντυσε με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια τη σάρκα της πλοκής. Κάπως έτσι, ακολουθώντας τα βήματα της ηρωίδας στις σημαντικές στιγμές της ζωής της αλλά και όσων τη συντρόφεψαν τα πρώτα χρόνια, βρέθηκα νοερά πίσω στον χρόνο, στις αρχές του 20ού αιώνα, τότε που η καλλίστη Τραπεζούντα, η γενέτειρα της ηρωίδας, έσφυζε από ζωή. Την εποχή αυτή το ελληνικό στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο και οι Έλληνες της πόλης διέπρεπαν σε όλους τους τομείς. Ήταν πια μοιραίο, ύστερα απ’ όσα είχα διαβάσει, ο τόπος να μου φαίνεται εφιαλτικά γνωστός. Γνώριζα κάθε του σπιθαμή. Και ναι. Από τα τείχη των Κομνηνών είδα τις αποβάθρες του λιμανιού, αγνάντεψα το απέραντο γαλάζιο, βούτηξα απ’ τα βράχια πίσω απ’ το Λεοντόκαστρο στα κρύα νερά της Μαύρης Θάλασσας, κάθισα μαθητής κι εγώ στα έδρανα του Φροντιστηρίου, άναψα κερί στις εκκλησιές και πήρα ευλογία από τον άγιο Δέσποτα, σεργιάνισα στα στενά μα πολυσύχναστα σοκάκια, ήπια καφέ στην πλατεία Μεϊντάν, γεύτηκα τα παραδοσιακά τους γλυκά και εδέσματα, ψέλλισα φράσεις και λέξεις ποντιακές, γέλασα μέχρι δακρύων, φόρεσα τις ζίπκες τους και χόρεψα στο πλευρό τους ομάλ και σέρρα. Και όταν στην πορεία της γραφής κατέληγα σε αδιέξοδα, όταν η έμπνευσή μου στέρευε, κατά έναν μυστήριο τρόπο μια απροσδιόριστη δύναμη, που ένας υποψιασμένος ερευνητής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως εκπορευόταν από την ψυχή της ηρωίδας, μ’ έβγαζε από το σκοτάδι, με οδηγούσε στο φως και το μυθιστόρημα έπαιρνε ξανά νέα πνοή. Κι εγώ, γοητευμένος από τα επιτεύγματά τους, την ανατροφή που έδιναν στα παιδιά τους, το μεγαλείο και την καθαρότητα της ψυχής και του πνεύματος καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερναν καθημερινά να συμβιώνουν με τους μουσουλμάνους και τις άλλες φυλές της πόλης, ακολούθησα την ηρωίδα και τους άλλους ήρωες, μικρούς και μεγάλους, σε κάθε τους βήμα, μπήκα στο πετσί του ρόλου τους στις καλές και τις άσχημες στιγμές, στις χαρές και τις λύπες. Και όταν έπεσαν οι πρώτες οβίδες, στον Μεγάλο Πόλεμο, όταν οι Νεότουρκοι έβγαλαν το προσωπείο τους και φανέρωσαν με λόγια και πράξεις τις προθέσεις τους, συνέχισα να τους ακολουθώ, όσο στενόχωρα και πικρά κι αν ήταν αυτά που έγραφα.

Γιατί το μυθιστόρημα δεν είναι ένα ήρεμο ποταμάκι που απλώς ρέει ατάραχο. Το μυθιστόρημα, και ιδίως το ιστορικό, έχει ζώσα πνοή και όπως ο χορευτής, έτσι και αυτό δημιουργεί κυματισμούς, στροβιλίζεται, κάνει ελιγμούς και με την ορμή που διαθέτει προκαλεί ποικίλες συναισθηματικές διακυμάνσεις, που κάποτε δυσκολεύεσαι να ακολουθήσεις. Συνάμα είναι μια δραματική αναπαράσταση της ζωής σε μια αυστηρά οριοθετημένη ιστορική εποχή, που προσωπικά ως δημιουργός όφειλα να ακολουθήσω, έχοντας στον νου μου αφενός να διαφυλάξω την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, όσο σκληρά κι αν ήταν την περίοδο του Μεγάλου Πολέμου και της γενοκτονίας, και αφετέρου να σεβαστώ τη μυθιστορηματική γραφή.

 

Μερκούριος Αυτζής, 28.4.2022