Παρασκευή 16 Μαΐου 2025

Μια Μοναδική Ημέρα Φιλαναγνωσίας στο Σχολείο μας με τον Συγγραφέα Μερκούριο Αυτζή

 

Μια Μοναδική Ημέρα Φιλαναγνωσίας στο Σχολείο μας με τον Συγγραφέα Μερκούριο Αυτζή

Γράφει: Η διευθύντρια του 1ου Δημοτικού Βέροιας κ. Όλγα Σαββίδου




Την Τετάρτη 13 Μαΐου το σχολείο μας είχε την τιμή να φιλοξενήσει τον αγαπημένο συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας,
 κ. Μερκούριο Αυτζή, στο πλαίσιο της δράσης φιλαναγνωσίας «Σελίδες και Όνειρα Συντροφιά με φόντο τη Βέροια». Η δράση πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, της Ένωσης Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων Δήμου Βέροιας, της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και του Δήμου Βέροιας.

   Ο κ. Μερκούριος Αυτζής είναι συγγραφέας, εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος. Τα βιβλία του αγαπιούνται ιδιαίτερα από τα παιδιά καθώς θίγουν με ευαισθησία και χιούμορ σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, όπως η φιλία, η διαφορετικότητα, η αποδοχή, η αναπηρία και η αλληλεγγύη. Το έργο του έχει διακριθεί με βραβεία, ενώ έχει συνεργαστεί με πλήθος σχολείων σε όλη την Ελλάδα, εμπνέοντας μικρούς και μεγάλους να αγαπήσουν το βιβλίο και τη δημιουργική γραφή.

   Οι μαθητές είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τον συγγραφέα, να συνομιλήσουν μαζί του και να εμπνευστούν μέσα από τα έργα του, ανακαλύπτοντας τη μαγεία της λογοτεχνίας με δημιουργικές και παιδαγωγικά σχεδιασμένες δραστηριότητες. Οι δράσεις που υλοποιήθηκαν ανά τάξη ήταν οι εξής:

🟡 Τάξεις Α1 & Α2 – «Ο Ορφέας και οι Νταήδες με τα Κίτρινα Ποδήλατα»

  • Ζωγραφική στιγμιότυπων από τη φιλία του Άρη και του Ορφέα.
  • Κατασκευές ποδηλάτων.
  • Παρουσίαση της ιστορίας του βιβλίου από τους μαθητές.
  • Ερωτήσεις στον συγγραφέα.

🟢 Τάξη Γ1 – «Τρελό μου Αμαξίδιο»

  • Συζήτηση για τα συναισθήματα των ηρώων.
  • Εικαστικές δημιουργίες.
  • Χαϊκού ποιήματα.
  • Δραματοποίηση (παγωμένη εικόνα – παντομίμα).
  • Ερωτήσεις στον συγγραφέα.

🔵 Τάξη Γ2 – «Οι Χαρταετοί της Αγάπης»

  • Εικαστικές δημιουργίες και ποιήματα.
  • Ερωτήσεις και διάλογος με τον συγγραφέα.

🟣 Τάξη ΣΤ1 – «Τιράντες με Πείσμα»

  • Παρουσίαση των ηρώων και περίληψη από τους μαθητές.
  • Συζήτηση με τον συγγραφέα.

🟠 Τάξη ΣΤ2 – «Η Φλο και ο Τιμολέων»

  • Παρουσίαση των ηρώων και περίληψη.
  • Ερωτήσεις στον συγγραφέα.

   Η επίσκεψη του κ. Αυτζή υπήρξε πολύτιμη, όχι μόνο ως μια αξέχαστη εμπειρία για τους μαθητές, αλλά και ως αφορμή για να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η αγάπη τους για το βιβλίο, τη φαντασία και την έκφραση.

  Ευχαριστούμε θερμά όλους τους φορείς που στήριξαν αυτήν τη δράση, τους εκπαιδευτικούς μας για την άψογη προετοιμασία και φυσικά τον συγγραφέα για την έμπνευση και τη γενναιόδωρη ανταπόκρισή του.

   Η φιλαναγνωσία δεν είναι απλώς μια δραστηριότητα είναι το ταξίδι κάθε παιδιού στον κόσμο της γνώσης, της ενσυναίσθησης και της δημιουργίας.


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ του μυθιστορήματος από την κ. ΣΤΕΛΛΑ ΣΑΪΤΗ*

 

«ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ»

Τραπεζούντα 1904. Ο 20ος αι. κάνει τα πρώτα του βήματα. Η πόλη όπως περίτεχνα περιγράφει ο συγγραφέας θυμίζει ένα απέραντο μωσαϊκό χρωμάτων. Έλληνες και Τούρκοι συνυπάρχουν, χαίρονται, γελούν, συζητούν και ζουν. Οι εικόνες καθώς διαβάζουμε τις πρώτες σελίδες του βιβλίου ξεχύνονται σταδιακά και η μία διαδέχεται την άλλη παροτρύνοντας τον αναγνώστη να γίνει μέρος της ιστορίας και έτσι η φαντασία του να τις καλοδέχεται λες και ζει και δρα μέσα σε αυτές. Η πόλη γοητεύει κάθε περαστικό και παρασέρνει μαζί του και εμάς.

Από τις πρώτες κιόλας σειρές γίνονται γνωστοί οι ήρωες του μυθιστορήματος, ο Ευγένιος με την αρχοντική του εμφάνιση γνωστός ως ο μεγαλέμπορος της περιοχής και όχι μόνο, οι υπάλληλοί του και φυσικά η Λεϊλά η αλλιώς η σαλή με την καθαρή ψυχή και την ασκητική ζωή. Η τελευταία πιστή στον Θεό χαρίζει τόσο διασκεδαστικές όσο και συγκινητικές στιγμές ενώ άλλες φορές ο αντισυμβατικός της χαρακτήρας θα γλιτώσει τους ήρωες από πολλά δεινά.

Ο συγγραφέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια σημεία της πόλης όπου οι ντόπιοι Χριστιανοί και μη συνήθιζαν να εμφανίζονται. Κάνει στάσεις στο λιμάνι της Τραπεζούντας, λίγο πιο πάνω στο Μεϊντάν σοκάκ όπου οι μυρωδιές από τα αρωματοπωλεία, τα μανάβικα, τα εστιατόρια, τα σεκερτζίδικα, τα ζαχαροπλαστεία ξεπηδούν από τις σελίδες φτάνοντας στα ρουθούνια του αναγνώστη. Γίνεται συχνή χρήση λέξεων ποντιακής διαλέκτου που μας φέρνει κοντά με τον κόσμο του Πόντου.

Στις επόμενες γραμμές θα μας συστηθεί η οικογένεια Μικροπούλου, η Μάρω η σύζυγος και στήριγμα του Ευγένιου με τα τέσσερα παιδιά τους, τον Κωνσταντίνο, τον Απόστολο, τη 15χρονη τότε Χρυσαυγή και τον Γεωργούλη, τον μεσιέ Συμεών και λίγο παρακάτω οι καλές φίλες της Χρυσαυγής, Πόντιες, Αρμένισσες και Μουσουλμάνες, ο Τζεμάλ Αζμή μπέης ο βαλής ή αλλιώς νομάρχης στο βιλαέτι της Τραπεζούντας. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους ήρωές του εξυψώνοντας τα χαρακτηριστικά τους βοηθώντας μας έτσι να κατανοήσουμε πλήρως την όψη τους, τη δράση τους, τα πιστεύω τους. Λειτουργούν ως σύμβολα και μας προκαλεί άλλοτε να ταυτιστούμε με αυτούς κι άλλοτε να θυμώσουμε, άλλοτε να θαυμάσουμε κι άλλοτε να αναρωτηθούμε.

Η Χρυσαυγή σύμβολο της νιότης αλλά και της λογικής παρουσιάζεται ως χαρακτήρας δυναμικός που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση, ονειρεύεται πως κάποια μέρα θα γίνει δασκάλα και θα διδάσκει με αφοσίωση και αγάπη τους μαθητές της στο Φροντιστήριο της πόλης. Ούτε φανταζόταν τι της επιφύλασσε το μέλλον και πως μια και δυο στιγμές θα ανατρέψουν τα πάντα.

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να μας παρουσιάσει και τις συνήθειες της εποχής, όπως οι μεγαλοπρεπείς δεξιώσεις που στόχο είχαν να φέρουν κοντά τους μεγαλέμπορους, τους επιφανείς και τους άρχοντες της πόλης και όχι μόνο, καθώς και συνήθειες που ακολουθούσαν συνήθως οι Τούρκοι μουσουλμάνοι της περιοχής όπως το να αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα ευχαρίστησης, ως κτήμα τους. Άλλοτε υπενθυμίζει τα δεινά που υπέστησαν οι κάτοικοι της πόλης με την πανούκλα να τους αποδυναμώνει σωματικά και οικονομικά, με τον χαμό του μητροπολίτη που τόσο λάτρευαν και σέβονταν να τους αποδυναμώνει ψυχικά. Ο αναγνώστης γρήγορα παρατηρεί τη σημασία που δίνει ο συγγραφέας στον χριστιανισμό με αναφορές στο εκκλησάκι του  Αη Γρηγόρη, στον μητροπολίτη, στις καμπάνες και στα πετραχήλια, στα εικονίσματα της Παναγιάς της Σουμελάς μέχρι και τον ναό της Καλής Μητέρας στη Μασσαλία και ταυτόχρονα οι αναφορές στο τζαμί, στον Αλλάχ, στους μιναρέδες και στους οντάδες δίνουν την εικόνα μιας ειρηνικής συνύπαρξης των δύο λαών. Οι περιγραφές διακόπτονται συχνά πυκνά από την απρόσμενη κάθε φορά εμφάνιση της Λεϊλά που «ξετρυπώνει από τα χαλάσματα και γίνεται ένα με το φως του ήλιου» καθυστερώντας την πλοκή της ιστορίας με αποτέλεσμα η αγωνία του αναγνώστη να κορυφώνεται.

Αξιοσημείωτη επίσης είναι και η αναφορά στο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής στην ευρύτερη περιοχή. Οι αναφορές στο Φροντιστήριο, στο Γυμνάσιο, οι σπουδές στο εξωτερικό μας φανερώνουν πως η εκπαίδευση και γενικότερα η μόρφωση των παιδιών κρίνονταν απαραίτητες για την εξέλιξή τους και το μέλλον τους τόσο σε αγόρια όσο και σε κορίτσια.

Επιπλέον, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να κάνει αναδρομές στον χρόνο και ταυτόχρονα εξιστορεί τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε κάθε μία από τις χρονικές περιόδους. Οι Αρμένιοι ήρωές του τον προκαλούν να κάνει μνεία στον φριχτό διωγμό των Αρμενίων και στα δεινά που βίωσαν τον προηγούμενο αιώνα τόσο στην Τραπεζούντα όσο και στις γειτονικές περιοχές. Μας ενημερώνει επίσης για τον Καυκάσιο σιδηρόδρομο, μας θυμίζει τη μυθική Κολχίδα με το χρυσόμαλλο δέρας, το Βατούμ, τη Μαριούπολη που έγινε γνωστή σε όλους, μας περιγράφει την Οδησσό που είναι το μαργαριτάρι της Μαύρης Θάλασσας, το θέατρο όπερας και μπαλέτου.

Έντονα και ευχάριστα συναισθήματα προκαλούν από την άλλη οι περιγραφές ενός αληθινού έρωτα που παρομοιάζεται με την άνοιξη και τα χρώματά της. Ο έρωτας της Χρυσαυγής και του Νικηφόρου, ο οποίος μαθαίνουμε από την περιγραφή της ίδιας της Χρυσαυγής, που πλέον ως γιαγιά διηγείται στην εγγονή της, κορυφώθηκε με το πρώτο τους φιλί, τότε που «οι μοσχοβολιές των ανθών τρύπωναν στα ρουθούνια μας και πετροχελίδονα, τα πρώτα της άνοιξης, κελαηδούσαν τον έρωτά τους». Ένας αληθινός έρωτας που γρήγορα εξελίχθηκε σε αγάπη που έμελλε να συναντήσει εμπόδια και αναποδιές αλλά παρέμενε ζωντανή ακόμα κι όταν όλοι πίστευαν πως είχε σβήσει. Ένα ταξίδι πέρα στη Μαύρη Θάλασσα, η μακροχρόνια και απρόσμενη παραμονή του Νικηφόρου στη Γαλλία και οι ανατροπές στην καθημερινή ζωή των Ποντίων και των Ελλήνων της Μ. Ασίας εξαιτίας των νέων φιλοδοξιών των Νεότουρκων λίγα χρόνια αργότερα θα κρατήσουν μακριά τους δύο ερωτευμένους νέους που διψούσαν για ζωή και όνειρα.

«Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνο σ’ αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων όλα τα υπόλοιπα στοιχεία πρέπει να εξοντωθούν άσχετα σε ποια θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Να καθαρίσει αυτή η χώρα από τα ξένα και βλαβερά χόρτα. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της επανάστασής μας». Ένας σκοπός πιο επίκαιρος από ποτέ.

Ο Ιούλιος του 1914 βάφεται στον Πόντο με τα πιο σκούρα χρώματα που δε θυμίζει σε τίποτα την άλλοτε ζεστή από χαρά και ξεγνοιασιά καλοκαιρινή Τραπεζούντα. Ο τραγικός εφιάλτης των Χριστιανών του Πόντου παίρνει τη σκυτάλη και ξεκινά με τους Νεότουρκους να καλούν τον λαό σε γενική επιστράτευση. Η πένα του συγγραφέα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και παραστατικότητα την αλλόκοτη κατάσταση που επικρατούσε γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, την αγριότητα που είχε κυριεύσει την Τούρκικη πλευρά αλλά και εκείνη των Γερμανών και μας ξυπνά έντονα συναισθήματα θυμού, οργής, αγανάκτησης αλλά και ανυπομονησίας για το τι έμελλε να ζήσει ο κόσμος του Πόντου. Στις δύσκολες αυτές στιγμές ηγετική και αγέρωχη μορφή αποτελούσε ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο οποίος δε σταματούσε να υπενθυμίζει σε Τούρκους και Ρωμιούς τα ευτυχισμένα χρόνια τότε που ζούσαν όλοι μαζί ειρηνικά και μονιασμένα, τότε που τίποτα δε φαντάζονταν ότι μπορούσε να τους χωρίσει.

Η ιστορία μαζί με τον μύθο ξεδιπλώνονται σαν κουβάρι και ο αναγνώστης μαθαίνει για τα αμελέ ταμπουρού, τα χαρακώματα, την εξαθλίωση του ανθρώπινου είδους, τις συμφωνίες που υπογράφονταν όπως η ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ μεταξύ Ελλάδας, Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου με Βουλγαρία για το τέλος του ακήρυχτου Βαλκανικού Πολέμου, ιδιαίτερα καταστροφικού, όπου η Μακεδονία μας προμηθευόταν σιτάρι για την πείνα και η Γαλλία μετάξι για γαλλικούς οίκους.

Οι αναφορές στα γεγονότα που έλαβαν χώρα την εποχή εκείνη διακόπτονται για να μας επαναφέρουν στην πλοκή της ιστορίας. Το πολυετές ταξίδι της επιστροφής του Νικηφόρου στην πατρίδα του εκεί όπου τον περίμενε η αγαπημένη του Χρυσαυγή μας επιτρέπει να το παρομοιάσουμε με εκείνο του Οδυσσέα που ανυπομονούσε να πατήσει τα χώματα της Ιθάκης και να ξανασμίξει με την αγαπημένη του Πηνελόπη. Τόσο πιστή όσο και η Πηνελόπη, η Χρυσαυγή βιώνοντας την απόλυτη καταστροφή του τόπου της δε λησμόνησε ποτέ τα αγνά συναισθήματα που ένιωθε για τον Νικηφόρο του οποίου το ταξίδι εμπόδιζαν πληθώρα περιπετειών. Άριστη είναι η περιγραφή της υδάτινης κόλασης «στον δαίμονα της Μαύρης Θάλασσας ώσπου άδειασε τα πνευμόνια του και δεκάδες κορμιά ξεβράστηκαν με την πλάτη γυρισμένη στη ζωή».

Ο Πόντος μετρούσε στιγμές παραφροσύνης, βόμβες, απαγορεύσεις, περιορισμούς κυκλοφορίας, κρεμάλες, εκφοβισμό, σφαγές, τρομοκρατία ενώ ο «ουρανός θρυμματιζόταν από την ομοβροντία των πυροβόλων όπλων». Η Τραπεζούντα παρομοιάζεται με την κόλαση του Δάντη ενώ οι πονεμένες μανάδες προσεύχονται μερόνυχτα στην Παναγιά τη Σουμελά να προστατεύσει τους άντρες και τα παιδιά τους. Από την άλλη ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τη δράση της σαλής Λεϊλά για να προμηνύσει τα κακά που έρχονται. Οι λέξεις της τούρκικης διαλέκτου που χρησιμοποιεί επίσης στους διαλόγους των ηρώων του ηχούν την αγριότητα και το μένος των Νεότουρκων για τους Έλληνες του Πόντου. Από την άλλη η συγγραφική πένα μας καθοδηγεί να ζωγραφίσουμε άψογα ηλιοβασιλέματα εναλλάσσοντας τα χρώματα του ουρανού. Δεν παραμελεί να μας ενημερώνει και για χορούς που κάνουν οι ήρωες κάτω από τους ήχους της σέρρας που δίνουν εντολή για τρεμουλιαστά βήματα, χέρια ψηλά και ιαχές. Σε λίγες γραμμές έχουμε και γρήγορη ενημέρωση για τις μπαλαλάικες και τα ρωσικά τραγούδια.

Κι όσο οι Τούρκοι πολιορκούν, σαν τους μνηστήρες της Πηνελόπης, τη Χρυσαυγή τόσο ο αναγνώστης αναρωτιέται και αγωνιά για την πολυπόθητη επιστροφή του Νικηφόρου και τη συνάντησή τους. Η αγωνία κορυφώνεται με την περιγραφή του σχεδίου δράσης του Απόστολου, του Γεωργούλη και του Μιλτιάδη που πασχίζουν να αποδράσουν από τα τάγματα εργασίας κάτω από τη μύτη των χωροφυλάκων. Μέσα από τη στάχτη του πολέμου και τα βασανιστήρια στα αμελέ ταμπουρού ξεπηδά μια αρχοντιά που δεν χάνουν την ευκαιρία να αναδείξουν λόγω του υψηλού φρονήματος που χαρακτηρίζει αυτή την ελληνική φυλή.

Η βαθιά πίστη των Ποντίων στην Παναγιά διαφαίνεται συχνά από τις προσευχές και τους ύμνους που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας του μυθιστορήματος. Η αναγεννησιακή ομορφιά της άνοιξης επίσης έρχεται σε αντιδιαστολή με το λεηλατημένο σκηνικό της πόλης, αντίθεση η οποία συχνά κάνει την εμφάνισή της.

Η παραμονή των Ρώσων στην περιοχή που εμφανίστηκαν ως σωτήρες θα καταλαγιάσουν για λίγο τη βιαιότητα των προηγούμενων σκηνών ενώ παράλληλα εξυψώνεται η δυναμική της αγάπης των δύο πρωταγωνιστών. Με τη χρήση επίσης των ημερολογίων που κρατούσαν οι ήρωες μαθαίνουμε πληροφορίες για τα έθιμα του Ποντιακού γάμου, τη συνοδεία οργάνων, το στήσιμο του νυφικού τραπεζιού ακόμα και για τα καλούδια που πρόσφεραν στους καλεσμένους χωρίς να μένουν στο περιθώριο οι αναφορές στο μεταξένιο νυφικό.

Οι χαρές στην Τραπεζούντα του ’18 δε θα κρατήσουν για πολύ… ο κόσμος της πιο εξαθλιωμένος από ποτέ… όσοι είχαν απομείνει θα πάλευαν για την ελευθερία τους. Η αναφορά στο μαρτύριο του Άγιου Ευγένιου ο οποίος με καρτερία και ηρεμία το περίμενε προμηνύει τον θάνατο ο οποίος με το κατάμαυρο πέπλο του θα σκεπάσει αργότερα ολόκληρη την περιοχή. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η περιγραφή του ονείρου της Μάρως με την Παναγιά τη Σουμελά αφού κι εδώ μαρτυρεί το αίμα που θα χυθεί για να γραφτεί η θλιβερή ιστορία του ξεριζωμού των Ποντίων. Οι εικόνες του θανάτου πολλαπλασιάζονται καθώς τα μέλη της οικογένειας γνωρίζουν απανωτά χτυπήματα από τον γεμάτο με μίσος λαό των Τούρκων τα οποία θα γνωρίσετε με κάθε λεπτομέρεια διαβάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα. Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν ξεχνά να κλείσει, χωρίς να δώσει τις τελευταίες του πληροφορίες και εδώ είναι πικρές… ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. Ο αναγνώστης θα πάρει τις τελευταίες ανάσες του όσο κι αν είναι ενημερωμένος από τις σελίδες τις ιστορίας. «Ο κόσμος μπορεί να φθίνει, να ζαρώνει μα ποτέ δε σβήνει». Και πώς να σβήσει όταν έχει ακολουθήσει τον χάρτη του Πόντου μέσα από τις αράδες του βιβλίου με κάθε λεπτομέρεια ο συγγραφέας κ. Αυτζής.

____________________

* Η κ. Στέλλα Σαΐτη είναι εκπαιδευτικός 

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ

 Λόγια-θυμίαμα στη μνήμη της γιαγιάς Χρυσαυγής

Μια παλιά προφητεία, μια ανομολόγητη υπόσχεση και ένα μικρό καρυδένιο κασελάκι, ασήμαντο για τους πλιότερους και ξεχασμένο στο κατώι του χρόνου μα με θησαυρούς μεγάλης συναισθηματικής αξίας, έγιναν η αφορμή να αδράξω τα χαρτιά και τα μολύβια (τα πλήκτρα του φορητού Η/Υ μου) και να γράψω το ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ. ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ. Όσα γράφτηκαν σε τούτο το ιστόρημα και αυτά που ακολουθούν αποτελούν θυμίαμα εύοσμο στη μνήμη της γυναίκας που τα έζησε αλλά και σε εκείνων τη μνήμη που τη συντρόφευσαν στο ταξίδι της ζωής. Παράλληλα, είναι χρέος και εκπλήρωση της γραφτής επιθυμίας –προτροπή θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κάποιος– που άφησε η ηρωίδα του βιβλίου μαζί με άλλα πολύτιμα δώρα στο καρυδένιο κασελάκι της.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

Ο Πόντος έγινε κομμάτι της ζωής μου από την πρώτη μέρα του έγγαμου βίου μου. Λέξεις, φράσεις, παραδοσιακά εδέσματα, χωρατά, μοιρολόγια, γλέντια, χοροί, τραγούδια, όλα έγιναν σταδιακά στοιχεία της μύησής μου σ’ έναν κόσμο για τον οποίο ελάχιστα γνώριζα. Και είχαν στη μύησή μου αυτή τον κύριο ρόλο δύο πρόσωπα. Από τη μια ο Μόντε Χρήστο, το μοναδικό εν ζωή σερνικό της ηρωίδας, που σε κάθε συνάντησή μας σκάρωνε νότες του Πόντου άλλοτε με τα πνευστά του ‒φλογέρα, ζουρνά, φυσαρμόνικα, κλαρίνο‒ κι άλλοτε με το μπουζούκι του. Και από την άλλη η Χρυσαυγή Β΄, η Σίσσυ μου, με τις περιγραφές, θύμησες της παιδικής της ηλικίας, που κάποτε έπαιρναν μορφή αφήγησης. Κάπως έτσι, μόλις πριν από δυο χρόνια, ήρθε στην επιφάνεια και στα έκπληκτα μάτια μου, σαν από ανασκαφή, και το κασελάκι με τα πολύτιμα. Η νυφιάτικη ανθοδέσμη από αμάραντους, το βιβλίο του Βιζυηνού, το μαγνητοφωνάκι με τη φωνή της γιαγιάς Χρυσαυγής, κάποιες παλιές καρτ ποστάλ, κυρίως όμως η γραπτή επιθυμία της να γίνει η ζωή της βιβλίο, πέρα από τη συγκίνηση που προκάλεσαν, έγιναν ο θεμέλιος λίθος του ιστορήματος που μέσα μου είχε πια αρχίσει να παίρνει μορφή. Τα λόγια στη γραπτή επιθυμία της σαφή και σταράτα: «Τις στιγμές της ζωής μου, που απλόχερα σου χάρισα, βάλ’ τες στο χαρτί στρωτά, ώστε να τις διαβάσουν όλοι. Κάν’ τες εικόνες να μπορούν να τις καταλαβαίνουν, να τις θυμούνται. Και μην ξεχνάς: έρωτες, γέλια, χαρές, πόνος, έχθρες, ζωή, θάνατος, όλα ένα. Σφιχταγκαλιασμένα. Έτσι είναι η ζωή. Κάνει κύκλους, μικραίνει, αλλά ποτέ δεν κλείνει. Κι ο κόσμος μπορεί να φθίνει, να ζαρώνει, μα ποτέ δε σβήνει. Ο κόσμος είμαστε εμείς. Και εμείς έχουμε ο ένας τον άλλο. Ο άλλος είναι η συνέχειά μας. Αυτό κάνε κι εσύ. Αναζήτησε τον άνθρωπο όπου και αν βρίσκεται. Μοιράσου μαζί του. Είναι άκρως λυτρωτικό να ξυπνάς, να σηκώνεις το βλέμμα σου και να σε τυφλώνει η έσχατη λάμψη του άρματος του ήλιου…».

Έπειτα απ’ αυτά τα λόγια το ταξίδι της γραφής είχε κιόλας αρχίσει. Ο πυρήνας του ιστορήματος είχε δημιουργηθεί και τα δώρα της γιαγιάς ‒η μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, οι λίγες μα ουσιαστικές σημειώσεις, οι καρτ ποστάλ και οι περιγραφές‒ έγιναν η μαγιά για να πλαστεί ο μύθος. Συνάμα τα ευρήματα αυτά αποτέλεσαν και την πυξίδα για να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί μια πληθώρα από επιστημονικά συγγράμματα, διατριβές, μελέτες, εργασίες, άρθρα, φωτογραφικά ντοκουμέντα αλλά και μαρτυρίες. Πηγές από τις οποίες, όπως η μέλισσα το νέκταρ της, επέλεξα το υλικό που μπόλιασε γόνιμα τον μύθο και έντυσε με σεβασμό στην ιστορική αλήθεια τη σάρκα της πλοκής. Κάπως έτσι, ακολουθώντας τα βήματα της ηρωίδας στις σημαντικές στιγμές της ζωής της αλλά και όσων τη συντρόφεψαν τα πρώτα χρόνια, βρέθηκα νοερά πίσω στον χρόνο, στις αρχές του 20ού αιώνα, τότε που η καλλίστη Τραπεζούντα, η γενέτειρα της ηρωίδας, έσφυζε από ζωή. Την εποχή αυτή το ελληνικό στοιχείο ήταν πολυπληθέστερο και οι Έλληνες της πόλης διέπρεπαν σε όλους τους τομείς. Ήταν πια μοιραίο, ύστερα απ’ όσα είχα διαβάσει, ο τόπος να μου φαίνεται εφιαλτικά γνωστός. Γνώριζα κάθε του σπιθαμή. Και ναι. Από τα τείχη των Κομνηνών είδα τις αποβάθρες του λιμανιού, αγνάντεψα το απέραντο γαλάζιο, βούτηξα απ’ τα βράχια πίσω απ’ το Λεοντόκαστρο στα κρύα νερά της Μαύρης Θάλασσας, κάθισα μαθητής κι εγώ στα έδρανα του Φροντιστηρίου, άναψα κερί στις εκκλησιές και πήρα ευλογία από τον άγιο Δέσποτα, σεργιάνισα στα στενά μα πολυσύχναστα σοκάκια, ήπια καφέ στην πλατεία Μεϊντάν, γεύτηκα τα παραδοσιακά τους γλυκά και εδέσματα, ψέλλισα φράσεις και λέξεις ποντιακές, γέλασα μέχρι δακρύων, φόρεσα τις ζίπκες τους και χόρεψα στο πλευρό τους ομάλ και σέρρα. Και όταν στην πορεία της γραφής κατέληγα σε αδιέξοδα, όταν η έμπνευσή μου στέρευε, κατά έναν μυστήριο τρόπο μια απροσδιόριστη δύναμη, που ένας υποψιασμένος ερευνητής θα μπορούσε να ισχυριστεί πως εκπορευόταν από την ψυχή της ηρωίδας, μ’ έβγαζε από το σκοτάδι, με οδηγούσε στο φως και το μυθιστόρημα έπαιρνε ξανά νέα πνοή. Κι εγώ, γοητευμένος από τα επιτεύγματά τους, την ανατροφή που έδιναν στα παιδιά τους, το μεγαλείο και την καθαρότητα της ψυχής και του πνεύματος καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερναν καθημερινά να συμβιώνουν με τους μουσουλμάνους και τις άλλες φυλές της πόλης, ακολούθησα την ηρωίδα και τους άλλους ήρωες, μικρούς και μεγάλους, σε κάθε τους βήμα, μπήκα στο πετσί του ρόλου τους στις καλές και τις άσχημες στιγμές, στις χαρές και τις λύπες. Και όταν έπεσαν οι πρώτες οβίδες, στον Μεγάλο Πόλεμο, όταν οι Νεότουρκοι έβγαλαν το προσωπείο τους και φανέρωσαν με λόγια και πράξεις τις προθέσεις τους, συνέχισα να τους ακολουθώ, όσο στενόχωρα και πικρά κι αν ήταν αυτά που έγραφα.

Γιατί το μυθιστόρημα δεν είναι ένα ήρεμο ποταμάκι που απλώς ρέει ατάραχο. Το μυθιστόρημα, και ιδίως το ιστορικό, έχει ζώσα πνοή και όπως ο χορευτής, έτσι και αυτό δημιουργεί κυματισμούς, στροβιλίζεται, κάνει ελιγμούς και με την ορμή που διαθέτει προκαλεί ποικίλες συναισθηματικές διακυμάνσεις, που κάποτε δυσκολεύεσαι να ακολουθήσεις. Συνάμα είναι μια δραματική αναπαράσταση της ζωής σε μια αυστηρά οριοθετημένη ιστορική εποχή, που προσωπικά ως δημιουργός όφειλα να ακολουθήσω, έχοντας στον νου μου αφενός να διαφυλάξω την αλήθεια των ιστορικών γεγονότων, όσο σκληρά κι αν ήταν την περίοδο του Μεγάλου Πολέμου και της γενοκτονίας, και αφετέρου να σεβαστώ τη μυθιστορηματική γραφή.

 

Μερκούριος Αυτζής, 28.4.2022

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον ΔΙΟΝΥΣΗ ΛΕΪΜΟΝΗ - BOOKIA


 Από τα άγουρα χρόνια των κοντών παντελονιών o Μερκούριος Αυτζής είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση και τις μυρωδιές του κάμπου. Τα βιώματα αυτής της εποχής σημάδεψαν τη ζωή του, κι όταν έγινε δάσκαλος και ήρθε σε επαφή με το παιδί, αγάπησε το λογοτεχνικό βιβλίο. Σπούδασε θέατρο, μετεκπαιδεύτηκε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο ΕΚΠΑ και είναι κάτοχος μάστερ λογοτεχνίας.

Παράλληλα επισκέπτεται δεκάδες σχολεία όπου κουβεντιάζει με τα παιδιά-αναγνώστες και αναπτύσσει ποικίλες δράσεις. Είναι μέλος του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (Ελλ. Τμήμα της IBBY) από το 1998 και το διάστημα 2002-2014 διετέλεσε Σύμβουλος και Έφορος στο Δ.Σ. αυτού. Την περίοδο 2015-2017 επιμελήθηκε τη στήλη «Ζήτω η Περιέργεια!» στο ένθετο «Ο Μαγικός Κόσμος του παιδικού βιβλίου» της ηλεκτρονικής εφημερίδας Kosvoice.gr.

Προσωπική ιστοσελίδα του συγγραφέα.

Δάσκαλος, αρθρογράφος, θεατρικός συγγραφέας, συγγραφέας παιδικών βιβλίων… Ποιος από όλους αυτούς τους «ρόλους» μπορεί να επισκιάζει τους άλλους ή συνυπάρχουν αρμονικά;

Σας ευχαριστώ αλλά ένα θεατρικό έργο και μάλιστα ανέκδοτο δεν μπορεί να με καταστήσει θεατρικό συγγραφέα, ούτε τα άρθρα και οι κριτικές βιβλίων που κατά καιρούς γράφω αρθρογράφο. Συνεπώς, από το σύνολο κρατάω αυτές του δασκάλου και του συγγραφέα. Και νιώθω ιδιαίτερα ευλογημένος που βρέθηκαν στον δρόμο μου και τα δυο. Τα υπηρετώ με αγάπη και συνέπεια τριάντα τρία και είκοσι πέντε χρόνια αντίστοιχα, και όχι μόνο συνυπάρχουν αρμονικά αλλά το ένα συμπληρώνει και ενδυναμώνει το άλλο.

Κουβαλάμε τις αφηγήσεις και τις αναγνώσεις μας… Ποιο είναι το δικό σας «φορτίο»;

Μαζί με τις αφηγήσεις και τις αναγνώσεις μας κουβαλάμε και τα βιώματα, τις μνήμες αλλά και την παιδική μας ηλικία, τους ανθρώπους του στενού και ευρύτερου περιβάλλοντός μας, τους χαρακτήρες τους… Αυτά είναι η ανάσα μας, η ζωή μας. Από τον θαυμαστό κόσμο της δικής μου παιδικής ηλικίας έχω για φυλαχτό τις αφηγήσεις και τις μελίρρυτες μελωδίες του πατέρα, τον μόχθο και τον δύο γονιών και τον αγώνα τους για τη ζωή. Και θυμάμαι ακόμα τις αφηγήσεις που έκανα ο ίδιος στον εαυτό μου, αφού ως συνεσταλμένο παιδί που ήμουν σκάρωνα ένα σωρό σενάρια που άλλοτε κατέληγαν σε κάποια ιστορία-αφήγημα, άλλοτε σε στίχο ή τραγούδι. Η επαφή μου με το λογοτεχνικό βιβλίο ήρθε μετά στην εφηβεία και αργότερα που έγινα δάσκαλος. Από τις αναγνώσεις αυτής της περιόδου συγκίνηση μου προκαλούν τα μυθιστορήματα: Οι Άθλιοι και Η Παναγία των Παρισίων του Ουγκώ, Το αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού, Το νούμερο 31328 του Βενέζη, Η Παναγιά η Γοργόνα του Μυριβήλη, Ο Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, ενώ ξεσηκώνομαι από τον Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς, τον Τομ Σόγιερ του Τουέιν και τον Νιλς Χόλγκερσον της Λάγκερλεφ, και υποκλίνομαι με σεβασμό και αγάπη σε πολλά από τα αφηγήματα της δικής μας αγαπημένης Λότης Πέτροβιτς Ανδρουτσοπούλου και πολλών ακόμα σύγχρονων συγγραφέων μας.

Πώς αυτό μεταπλάθεται, αξιοποιείται, εντοπίζεται στην τέχνη σας;

Το ταξίδι προς τη μυθοπλασία είναι ακροβασία σε τεντωμένο σχοινί πάνω από γκρεμούς και φαράγγια. Και όπως έχω πει και παλιότερα, δεν είναι ένα ήρεμο ποταμάκι που τα νερά του κυλούν ήρεμα μέχρι τη θάλασσα. Μοιάζει και με αέρινο χορευτή που άλλοτε λικνίζεται αισθησιακά και άλλοτε τινάζεται στον αέρα, εκτοξεύεται, κάνει ανάποδες στροφές, ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί, καλπάζει. Και είναι τόσο γοργός ο ρυθμός που δυσκολεύεσαι να ακολουθήσεις, μα συνάμα μαγεύεσαι από τις αρετές του κειμένου, τις τεχνικές αφήγησης, τις ανατροπές, τον αισθησιασμό του. Είναι από εκείνα που πολλάκις σου κόβουν την ανάσα. Συνεπώς, στο εργαστήρι του λόγου, ως δημιουργός δε μένω παρατηρητής σε κάποιο ανέγγιχτο κι απόρθητο κάστρο. Τα βιώματα που κουβαλάω, οι αφηγήσεις, οι αναγνώσεις, τα οικεία και ανοίκεια πρόσωπα, υπαρκτά και μη, μεταπλάθονται, γίνονται στοιχεία του έργου, εγκιβωτίζονται ως διακείμενα, κι εγώ βιώνω τις καταστάσεις των ηρώων, μπαίνω στο πετσί του ρόλου τους, στην αρένα της βιοπάλης και ματώνω. Τους ακολουθώ σε κάθε βήμα, όλους μαζί κι έναν-έναν χωριστά. Η ανάσα μου γίνεται ένα με τη δική τους. Νιώθω κάθε σκίρτημα, κάθε συναίσθημα, αγωνία, το φόβο τους για το άγνωστο, τον αυθορμητισμό και τη διάθεσή τους για περιπέτεια, την περιέργεια και το πάθος που τους χαρακτηρίζει. Κάθε φορά όμως στέκομαι απέναντί τους με σεβασμό και σωφροσύνη, με σεβασμό κι απέναντι από τους αναγνώστες, και προσπαθώ να κρατώ τις ισορροπίες μέχρι να έρθει η κάθαρση, δίχως λάθη, αλλά με αναπάντεχες ανατροπές και απόλυτη ειλικρίνεια.

Και το γύρω περιβάλλον σας στενότερο ή ευρύτερο; Ποιο ρόλο έπαιξε ή διαδραματίζει;

Όπως υπαινίχτηκα και στην αρχή, το περιβάλλον, το στενό και το ευρύτερο, είναι η αντανάκλασή μας. Μας σημαδεύει, το κουβαλάμε μέσα και γύρω μας, υπάρχουμε σ’ αυτό με αυτό, μας χαρακτηρίζει, είναι οι άνθρωποί μας… Και στο εργαστήρι του λόγου την ώρα της συγγραφικής μυσταγωγίας το περιβάλλον αυτό αποκτά πολλαπλές και πολύπλευρες διαστάσεις και ρόλους. Γίνεται σκηνικό και πεδίο δράσης και πολλοί από τους ανθρώπους που ζουν σε αυτό γίνονται βασικοί ήρωες ή δανείζουν τους χαρακτήρες τους ή και κάποια χαρακτηριστικά τους στους ήρωές μου. Όσο για τους αγαπημένους μου γίνονται συνοδοιπόροι αλλά και οι πρώτοι αναγνώστες ή και ακροατές μου, αναπόφευκτα και οι πρώτοι σχολιαστές, κριτές και επικριτές αυτών που γράφω.

Αγαπημένο άκουσμα (ιστορία-τραγούδι-φράση);

Δεν υπάρχει μόνο μια ιστορία ή ένα τραγούδι που αγαπώ. Ανάλογα με τη διάθεσή μου την κάθε στιγμή, μέρα και ώρα, η ψυχή και ο νους γαληνεύουν ή εγείρονται από τελείως διαφορετικές ιστορίες και τραγούδια. Συνεπώς, αν αναφέρω κάποιο, θα φωτογραφίζει τη διάθεσή μου την παρούσα στιγμή αλλά όχι εμένα. Κάποιες φράσεις όμως τις αγαπώ ιδιαίτερα. Αναφέρω δύο: «Η σωτηρία της ψυχής είναι μεγάλο πράγμα» και «Σαν πας στον πηγαιμό για την Ιθάκη να εύχεσαι να είναι ο δρόμος σου μακρύς».

Αγαπημένη εικόνα;

Αναρίθμητες και οι αγαπημένες εικόνες. Περιορίζομαι όμως σε τούτες: η εικόνα της μάνας που αγκαλιάζει με στοργή το παιδί της, ένα ζευγάρι νέων που προχωράει ανέμελο χέρι-χέρι δίπλα στο κύμα χαράσσοντας σχήματα στην αμμουδιά με τα πόδια, μια ηλικιωμένη γυναίκα που κάθεται κατάχαμα και ζωγραφίζει με χρώματα και πινέλα σε τοίχο, δυο πεταλούδες που στην προσπάθειά τους να πετάξουν η μία περιμένει με καρτερικότητα την άλλη να πετάξουν μαζί, ένα ταπεινό λουλούδι που άπλωσε τις ρίζες του στον τοίχο ενός εγκαταλειμμένου σπιτιού ή στη μέση της άγονης γης…

Αν δεν αναπνέατε με οξυγόνο, τι θα σας έδινε ζωή;

Η αγάπη των ανθρώπων μου και η θάλασσα!

Αν έπρεπε να στερηθείτε κάτι που αγαπάτε πολύ τι θα ήταν αυτό;

Αδιαπραγμάτευτο. Και παρακαλώ τον Θεό να μας έχει όλους και όλα καλά και να μας αξιώνει να γευόμαστε την κάθε στιγμή και με σεβασμό και ευγνωμοσύνη τη ζωή.

Αγαπημένο: Όνομα; Λουλούδι; Γεύση; Μυρωδιά;

Τι σας έκανα και μου βάζετε δύσκολα; (χαχαχα!)

Λοιπόν, κι εδώ δεν μπορώ να περιοριστώ στο ένα, οπότε έχουμε και λέμε. Όνομα: Ελευθερία, Ευτυχία, Αγάπη, Ελπίδα…

Λουλούδι: ιβίσκος, μανόλια, το άνθος της λεμονιάς, γιασεμί…

Γεύση: οι γεύσεις της κουζίνας την ώρα της δημιουργίας, η καραμελωμένη γεύση του καζάν ντιπί, το ρεβανί Χουχλιούρου και το γλυκό συκαλάκι…

Μυρωδιά: το άρωμα του ροδάκινου την ώρα της συγκομιδής, η θαλασσινή αύρα, το άρωμα της βανίλιας, του πευκοδάσους, της νοτισμένης γης…

Ένας κακός εφιάλτης;

Εφιάλτες δεν έχω. Όνειρα και βαθύτερους πόθους, ναι. Κι αυτά που θέλω είναι απλά. Ως άνθρωπος να ζούμε και να μοιραζόμαστε τα αγαθά της ειρήνης. Ως πατέρας να αξιωθώ να δω τα παιδιά μου ευτυχισμένα. Κι ως συγγραφέας να γεύομαι μέχρι τέλους το όμορφο δώρο της έμπνευσης και της φαντασίας τη στιγμή της δημιουργίας.

Ένας επόμενος στόχος στη ζωή σας, στην πορεία σας;

Οι στόχοι στη ζωή μου μπαίνουν ένας-ένας, σκαλί-σκαλί, και αυτό που με χαρακτηρίζει –μου το έμαθε η ίδια η ζωή– είναι η μεθοδικότητα και η συνέπεια. Έτσι σε αυτή τη φάση της ζωής μου, πρώτα ο Θεός, θέλω να δω τα παιδιά μου να πετύχουν, εγώ να τελειώσω το μυθιστόρημα που γράφω και να εκδοθεί, και στο εγγύς μέλλον ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα...

Σας δίνω πέντε λέξεις, σας παρακαλώ κάντε μου ένα μικροδιήγημα σε 43 ακριβώς λέξεις, αυτοβιογραφικό ή μη: φύλλο, αέρας, κοχύλι, ρόλος και ποδήλατο.

Κολλημένο στον βράχο το κοχύλι ήθελε να γίνει ήρωας. Το άκουσε ο αέρας και του πήγε ένα φύλλο. Πήδησε πάνω. Λίγο πιο κάτω στην ακτή ένας συγγραφέας με ποδήλατο το είδε. «Θα σου δώσω ρόλο στο βιβλίο μου!» του είπε και το μάζεψε. Μ.Α.

Σας ευχαριστώ.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

ΓΡΑΜΜΑ ΣΕ ΣΕΝΑ


Αγαπητό μου παιδί, καλημέρα!

Εύχομαι να είσαι καλά στην υγεία σου τόσο εσύ όσο και οι δικοί σου αγαπημένοι άνθρωποι!
Πάνε δυο εβδομάδες που τα σχολεία είναι κλειστά, από σήμερα διανύουμε την τρίτη, και δεν σου κρύβω ότι αυτά που βιώνουμε το συγκεκριμένο διάστημα και μαθαίνουμε ότι συμβαίνουν γύρω μας και στον κόσμο δεν είναι πρωτόγνωρα μόνο για σένα αλλά και για μένα. Ποτέ στο παρελθόν δε θυμάμαι να έχει συμβεί κάτι ανάλογο. Ούτε σε περιόδους που το πολίτευμα της χώρας ήταν απολυταρχικό (δικτατορία) –υπήρχαν περιοριστικά μέτρα αλλά όχι έτσι.
Από την πιο περασμένη Δευτέρα ένα καινούριο moto έχει μπει στη ζωή μας: ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ, δυο λέξεις τόσο απλές μα και συνάμα, θα έλεγα, αγαπησιάρικες από τη φύση τους – και ποιος δε θέλει να έχει ένα ΣΠΙΤΙ και να μένει! Δεν συμφωνείς;

ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ και αυτό δεν είναι κάποια διαφημιστική καμπάνια. Τον τελευταίο καιρό, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, ένας ατίθασος ιός, ένα τεντιμπόης, ο ιός με την κορώνα (Covit-19) κυκλοφορεί στους δρόμους και ο αθεόφοβος δεν έχει τσίπα επάνω του. Πάει και κάθεται παντού˙ στα έπιπλα, στα πόμολα, στα κινητά, κάνει βόλτα στα πάρκα και τις πλατείες, στα γήπεδα, στις παραλίες και στα πάσης φύσεως κέντρα αναψυχής, λες κι έχει ψυχή ο ίδιος και –άκουσον! άκουσον!– αρέσκεται να τρυπώνει και να στήνει τον θρόνο του στο βλεννογόνο μας. Ποιος τον έχρισε βασιλιά; Άκου ο ιός με την κορώνα! Μωρέ, άμα τον πιάσω στα χέρια μου θα του τη σπάσω τη ριμάδα – συγγνώμη, παραφέρθηκα!
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ λοιπόν, διότι το πολυτιμότερο αγαθό στον άνθρωπο είναι η υγεία του˙ η δική μου, η δική σου, η υγεία των γύρω μας. Βέβαια, εσύ έχεις τη νιότη, έχεις και την ομορφιά, το αίμα σου βράζει και σίγουρα, κατά πως λένε οι γιατροί κι εκείνος ο πολύ ευγενής και συμπαθητικός κύριος με τα γυαλιά που βγαίνει και δίνει οδηγίες στην τηλεόραση, ο κύριος Τσιόρδας, εσύ δεν κινδυνεύεις και τόσο, ίσως ελάχιστα, από τον τεντιμπόη ιό. Και μπορεί –μακριά από όλους μας– να κολλήσεις και να μην παρουσιάσεις σύμπτωμα, αν όμως για κάποιο λόγο κολλήσεις, τότε σίγουρα θα το μεταδώσεις στους αγαπημένους σου, στη μαμά, στον μπαμπά, στη γιαγιά, στον παππού. Από αυτόν τον κορωναίο ιό, λένε οι γιατροί, κινδυνεύουν πολύ αυτοί που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες – τι σου τα λέω; τα ξέρεις.
Συγγνώμη, παιδάκι μου, που μ’ έπιασε η φλυαρία αλλά κάπου ήθελα να τα πω κι εγώ τόσες μέρες που είμαι στο σπίτι.

Τώρα θέλω να σου πω κι αυτό. Ο Covit-19 δεν είναι εχθρός, αν πάρουμε όλα τα μέτρα υγιεινής, μείνουμε σπίτι και κάνουμε ότι λένε οι ειδικοί, είναι ευκαιρία. Ναι, ευκαιρία! Δώσε βάση. Έχεις τόσο πολύ χρόνο στη διάθεσή σου που μπορείς, αν ψαχτείς μέσα σου –είναι σίγουρο ότι το έχεις κάνει ήδη– να ανακαλύψεις ένα σωρό πράγματα που σ’ αρέσουν να κάνεις και να γεμίσεις το χρόνο σου δημιουργικά. Μπορείς να ζωγραφίσεις, να διαβάσεις ένα λογοτεχνικό βιβλίο, να φτιάξεις κατασκευές, να εξασκήσεις τις φωνητικές σου χορδές ή τις φιγούρες χορού που πριν δεν είχες χρόνο να δοκιμάσεις, να φτιάξεις το αγαπημένο σου γλυκό, να τακτοποιείς καθημερινά το δωμάτιό σου σαν να είναι ένα έργο τέχνης, να βοηθήσεις τέλος τη μαμά ή τον μπαμπά που αυτές τις μέρες κάποιος απ’ τους δυο ή και οι δυο είναι σπίτι στις δουλειές του, να κάθεστε μαζί και να παίζετε επιτραπέζια, να κουβεντιάζετε, να σου πουν ιστορίες που δεν έτυχε ποτέ να σου πουν και να κάνεις ένα σωρό άλλα πράγματα που αυτή τη στιγμή εμένα μου διαφεύγουν αλλά εσύ έχεις ανακαλύψει.
     








ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ λοιπόν χωρίς αχ και βαχ και προσέχουμε!
Και να σου πω την πικρή μου αλήθεια –αυτό μεταξύ μας– μου έλειψες! Θέλω να πιστεύω πως σου έλειψα κι εγώ και σου έλειψε και το σχολείο. Σκέφτηκα λοιπόν για να μη χαθεί η μεταξύ μας σχέση και επικοινωνία να σου θυμίσω πως έχεις πολλές επιλογές και ερεθίσματα να αξιοποιήσεις και μέσα από τα βιβλία σου. Τόσα έχουμε κάνει και τόσους τρόπους σου έχω μάθει για να γεμίζεις τον ελεύθερο χρόνο σου. Να προπονείσαι με ευφάνταστες δράσεις και δραστηριότητες και ασκήσεις. Και που είσαι; Θα λαμβάνεις μικρά δωράκια κι από μένα και όταν με το καλό συναντηθούμε πάλι θα νιώθουμε σαν να μην έχουμε απομακρυνθεί ποτέ!
Σου εύχομαι λοιπόν καλή υγεία, να προσέχεις πολύ τον εαυτό σου και τους αγαπημένους σου και να γεμίζεις το χρόνο σου με θετική σκέψη και ενέργεια. Και φυσικά καλή αντάμωση!
Σε φιλώ με αγάπη!
Ο δάσκαλός σου